Πανεπιστήμιο Κρήτης

Την ιδιαίτερη ανησυχία της για τις επικείμενες συνέπειες της εφαρμογής του άρθρου 50 του νόμου για την ποιότητα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, που εξισώνει εκ νέου επαγγελματικά του τίτλους σπουδών των ιδιωτικών κολεγίων με αυτούς των ελληνικών Πανεπιστημίων για διορισμό σε θέσεις εκπαιδευτικών, διατυπώνει η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Κρήτης.

Σε ψήφισμά του το Σώμα τονίζει:

«Η επαγγελματική εξίσωση των αποφοίτων  των κολεγίων με τους αποφοίτους δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης απαξιώνει τη δημόσια τριτοβάθμια εκπαίδευση, καθώς εξισώνει την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης των ΑΕΙ με αυτήν που παρέχεται από ιδιωτικούς φορείς, δίχως την αναγνώριση και αντιστοίχιση πτυχίων και δίχως να απαιτεί την πιστοποίηση της διδακτικής επάρκειας των απόφοιτων τους

. Οδηγεί έτσι σε υποβάθμιση των προσόντων των μελλοντικών εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και κατά συνέπεια της ποιότητας της εκπαίδευσης. Τέλος, η συγκεκριμένη διάταξη έρχεται σε ευθεία αντίφαση με το Άρθρο 16 του Συντάγματος που προβλέπει ότι “η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση”.

Η ευρωπαϊκή νομοθεσία προς την οποία είναι εύλογο να εναρμονίζεται η εθνική, δεν επιβάλλει την χωρίς ποιοτικά, διαφανή κριτήρια και στοιχεία αναγνώριση επαγγελματικών δικαιωμάτων. Αντιθέτως, η Ευρωπαϊκή Οδηγία (36/2005) ρητά αναφέρει ότι: “τα κράτη -μέλη θα πρέπει να διατηρούν το δικαίωμα να ορίζουν το ελάχιστο επίπεδο απαραίτητων προσόντων ώστε να διασφαλίζεται η ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχονται στην επικράτειά τους”.

Η ελληνική Πολιτεία επιβάλλεται να διασφαλίζει όχι μόνο την εύρυθμη λειτουργία των διαφόρων δομών εκπαίδευσης, τυπικής ή άτυπης, αλλά και να εγγυάται με θεσμικές και διαφανείς διαδικασίες την πιστοποίηση της ποιότητας λειτουργίας τους. Εν τέλει, να διασφαλίσει την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης στην επικράτειά της, όπως άλλωστε επιβάλλεται από το κοινοτικό κεκτημένο.

Η Σύγκλητος του Π.Κ θα εξετάσει όλες τις δυνατότητες που έχει στη διάθεσή της για την ακύρωση του επίμαχου άρθρου και εξουσιοδοτεί τον Πρύτανη να θέσει το θέμα στην επόμενη Σύνοδο των Πρυτάνεων για να εξεταστούν τα νομικά και συνταγματικά προβλήματα που δημιουργούνται από την ψήφιση του άρθρου αυτού».