Κινηματογραφή

Αρκεί μια σπουδαία ερμηνεία για να σώσει μια μέτρια ταινία;

ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΚΑΙ ΑΜΠΝΤΟΥΛ – VICTORIA AND ABDUL

Σκην.: Στίβεν Φρίαρς
Πρωτ.: Τζούντι Ντεντς, Άλι Φαζάλ, Μάικλ Γκάμπον, Έντι Ίζαρντ, Αντίλ Ακτάρ

Στα ογδόντα της χρόνια, η βασίλισσα Βικτωρία της Αγγλίας γνωρίζει τον ινδό Αμπντούλ, ο οποίος στέλνεται στο παλάτι για να της επιδώσει ένα νόμισμα στο πλαίσιο των εορτασμών του χρυσού ιωβηλαίου της. Τον συμπαθεί τόσο, ώστε αρχικά τον διορίζει υπηρέτη της κι έπειτα πνευματικό της δάσκαλο. Όμως έχει ν’ αντιμετωπίσει τις σφοδρές αντιδράσεις της Αυλής της.

Ιστορική κομεντί, βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο της ινδο-βρετανής Σραμπάνι Μπάσου, που εκδόθηκε το 2011. Σκηνοθέτης και πρωταγωνίστρια έχουν κι οι δύο βασιλική κινηματογραφική προϋπηρεσία. Η ταινία αποτελεί το δεύτερο βασιλικό πορτρέτο που σκηνοθετεί ο Φρίαρς μετά από εκείνο της Ελισάβετ Β’ στο «Η βασίλισσα» («The Queen», 2006) με πρωταγωνίστρια την Έλεν Μίρεν, ενώ η Ντεντς ενσαρκώνει τη βασίλισσα Βικτωρία για δεύτερη φορά μετά από το σπουδαίο «Η μεγαλειότατη κυρία Μπράουν» («Mrs. Brown», Τζον Μάντεν, 1997).

ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΚΑΙ ΑΜΠΝΤΟΥΛ - VICTORIA AND ABDUL

Η ταινία συνολικά αποτελεί μια ελαφρότερη παραλλαγή της ταινίας του Μάντεν, αφού το κεντρικό θέμα και τα επιμέρους διακυβεύματα είναι ίδια. Η Βικτωρία δηλαδή σκιαγραφείται ως μια γυναίκα που ασφυκτιά στον ρόλο της βασίλισσας, κουρασμένη από το καθήκον αλλά κι από το περιβάλλον της, γεμάτο από κόλακες, τεμπέληδες κι εξουσιομανείς συγγενείς.

Ως αποτέλεσμα, παραβιάζει πρωτόκολλα, τύπους και συμβάσεις, για να προστρέξει σ’ έναν άντρα όχι απλώς έξω από την Αυλή της, αλλά με εθνική και φυλετική προέλευση που θεωρούνταν κατώτερες κι ήταν υποτελείς της αυτοκρατορικής Βρετανίας. Όπως στην περίπτωση του Τζον Μπράουν -τη συμβολή του οποίου το σενάριο του Λη Χωλ δεν παραβλέπει, αλλά μνημονεύει με σεβασμό- έτσι κι εδώ, η βασίλισσα γοητεύεται από το πιο απίθανο για τη θέση της πρόσωπο, ενός ινδού υπαλλήλου φυλακών.

Με πιο χιουμοριστική επιφάνεια για να ταιριάζει με τον γενικότερα ελαφρύ τόνο του σεναρίου αλλά χωρίς ποτέ να ζημιώνει το σοβαρό του υπόβαθρο, η Ντεντς επαναλαμβάνει αριστοτεχνικά τον ρόλο που είχε υποδυθεί για πρώτη φορά πριν από είκοσι ακριβώς χρόνια, προσαρμόζοντάς τον στη διαφορετική ηλικιακή φάση του.

Όμως νομίζω ότι η ταινία όχι απλώς πάσχει, αλλά υποφέρει από τον τρόπο με τον οποίο σκιαγραφείται ο χαρακτήρας του Αμπντούλ, ο οποίος αρχικά φαίνεται συμπαθής, όμως αργότερα χάνει τη γοητεία του σε σημείο ν’ απορεί κανείς σχετικά με τους λόγους για τους οποίους η βασίλισσα τον κρατάει κοντά της. Δουλοπρεπής, χαζοχαρούμενος, δειλός, ωφελιμιστής και ηλίθια θρησκόληπτος, γονυπετής φιλάει αυθόρμητα τα πόδια της βασίλισσας, κρατάει το πουπουλένιο κρεβάτι που του στρώνει η Αυτοκρατορία κι αφήνει τον φίλο του να κοιμάται στο πάτωμα (κυριολεκτικά και μεταφορικά), λέει ψέματα για να διατηρήσει τη θέση του και δε συζητάει καν η γυναίκα του ν’ αφαιρέσει τη μπούρκα.

Την κατάσταση επιδεινώνει η γραφική και συγκαταβατική αντιμετώπισή του από την ταινία, η οποία τον χρησιμοποιεί περισσότερο ως την εξεζητημένη αφορμή για τη διαμάχη της βασίλισσας με την Αυλή της, παρά ως έναν πλήρως κατανοητό χαρακτήρα με σαφείς επιδιώξεις. Προσωπικά ποτέ δεν κατάλαβα ακριβώς αν ο Αμπντούλ ωθείται από αφέλεια ή από κουτοπονηριά, αφού το σενάριο ζημιώνει την αξιοπιστία του χωρίς ποτέ να την αποκαθιστά. Ακόμα κι όταν η βασίλισσα τον επιπλήττει για τον ψέμα του, η οπτική γωνία του σεναρίου παραμένει στην πλευρά της, χωρίς να δίνεται σ’ εκείνον μια ευκαιρία ενδοσκόπησης, επιβεβαίωσης ή ηθικής αποκατάστασης.

Γενικότερα η μόνη επαναστατική φωνή ενάντια στο αδιάντροπα οριενταλιστικό πνεύμα του σεναρίου ανήκει στον Μωχάμεντ, ο οποίος όχι μόνο ξεσπάει ενάντια στον βρετανικό ιμπεριαλισμό, αλλά ξεμπροστιάζει και τον θρασύδειλο χαρακτήρα του φίλου του, Αμπντούλ. Η ταινία αντί να δημιουργήσει σοβαρή και γόνιμη αντιπαράθεση μεταξύ των δύο φίλων, συνεχίζει να επιβραβεύει την υπέρμετρη κολακεία του Αμπντούλ κι απαλλάσσεται συνοπτικά από την ειλικρίνεια του Μωχάμεντ, χάνοντας μαζί μ’ αυτή και το περισσότερο από το ενδιαφέρον του θεατή.

ANNABELLE: CREATION

Σκην.: Ντέιβιντ Φ. Σάντμπεργκ
Πρωτ.: Στέφανι Σίγκμαν, Ταλίθα Μπέιτμαν, Λούλου Γουίλσον, Φιλίπα Κούλθαρ

Δώδεκα χρόνια μετά από τον θάνατο της κόρης τους, δύο γονείς αποφασίζουν να φιλοξενήσουν στο ευρύχωρο σπίτι τους μια καλόγρια κι έξι ορφανά κορίτσια. Αυτά θα γίνουν η αφορμή για να εισβάλει στο σπίτι ένα διαβολικό πνεύμα που απειλεί τις ζωές όλων.
Ταινία τρόμου, που μετά από το «Annabelle» (Τζον Ρ. Λεονέτι, 2014), αποτελεί ακόμη ένα prequel στη σειρά ταινιών «Το κάλεσμα» («The Conjuring», Τζέιμς Γουάν, 2013 και 2016).

Ο Σάντμπεργκ κάνει καλή δουλειά στην ‘ενορχήστρωση’ των τρομαγμάτων και το καστ προσφέρει ανέλπιστα καλές ερμηνείες- ειδικά τα μικρά κορίτσια, με καλύτερη όλων τη Μπέιτμαν στον ρόλο της Τζάνις. Όμως η πλοκή δε θα μπορούσε να είναι πιο ασυνάρτητη κι ασυνεπής με τον εαυτό της: ο δαίμονας αρχικά παίρνει τη μορφή της κόρης, αλλά μετά εισχωρεί στην κούκλα, αλλά μετά καταλαμβάνει ένα από τα κορίτσια, παρότι περιστασιακά λειτουργεί και με τη δική του μορφή, χωρίς ποτέ να γίνεται κατανοητή αυτή η ανάγκη μετενσάρκωσης, ούτε η ανάγκη του να σκοτώσει και τους υπόλοιπους ενοίκους του σπιτιού- εκτός από το ότι απλώς αυτό κάνουν οι δαίμονες. Επίσης, για κάποιον που έχει την υπερφυσική δύναμη να κυριέψει ανθρώπους και να καταστρέψει σπίτια, είναι μάλλον αστείο το ότι ενίοτε αδυνατεί ν’ ανοίξει μια πόρτα, να σπάσει έναν τοίχο ή να παρασύρει ένα μικρό κορίτσι στον πάτο ενός πηγαδιού.