Πέντε χρόνια χωρίς τον Ντιέγκο Μαραντόνα

Ήταν περίπου λίγο μετά τις πέντε το απόγευμα (ώρα Ελλάδας). Ακριβώς πριν από πέντε χρόνια. Ο Ντιέγκο Μαραντόνα πέθανε στο Μπουένος Άιρες σε ηλικία 60 ετών. Μία είδηση που πρώτη μετέδωσε, σχεδόν μία ώρα μετά, αποκλειστικά η εφημερίδα της Αργεντινής Clarín.

Από τότε, κάθε 25 Νοεμβρίου, οι εκατομμύρια φίλαθλοι που αγάπησαν τον Μαραντόνα σε όλο τον κόσμο θυμούνται με θλίψη αυτή την ημέρα.

Σήμερα συμπληρώνονται ακριβώς πέντε χρόνια από τότε, διάστημα κατά το οποίο λίγα έχουν διευκρινιστεί σχετικά με τις υποκείμενες αιτίες του θανάτου του. Επισήμως, ο ιατροδικαστής έκρινε ότι πρόκειται για «οξύ πνευμονικό οίδημα δευτερογενές σε οξεία συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια», αποτέλεσμα οργανικής ανεπάρκειας σε έναν Ντιέγκο που ήταν ήδη σε πολύ ευαίσθητη υγεία και ο οποίος, εβδομάδες νωρίτερα, στις αρχές Νοεμβρίου 2020,  είχε υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση για αιμάτωμα στο κεφάλι του.

Όμως-όπως αναφέρει η ισπανική εφημερίδα «Marca», όσοι ήταν πιο κοντά του, υποστηρίζουν, ακόμη και σήμερα, ότι ο Μαραντόνα  δεν ήθελε πλέον να ζει. Και όπως ακριβώς έζησε όπως ήθελε, επέλεξε και πώς να πεθάνει.
Πέντε χρόνια αργότερα, ο στενός του κύκλος δεν έχει καταλήξει σε συμφωνία σε πολλά ζητήματα. Υπάρχουν δύο πλευρές, και φαίνονται ασυμβίβαστες: από τη μία πλευρά, οι πέντε αδερφές του, με επικεφαλής τον Ματίας Μόρλα, τον δικηγόρο του «10». Αυτή η ομάδα κατέχει το «εμπορικό σήμα του Ντιέγκο Μαραντόνα» και υπερασπίζεται ό,τι υπέγραψε ο Ντιέγκο όσο ζούσε.

Τα πέντε νόμιμα παιδιά του Ντιέγκο -Ντάλμα, Τζιανίνα, Ντιέγκο Τζούνιορ, Τζάνα και Ντιέγκο Φερνάντο-, οποία αγωνίζονται για αυτό το εμπορικό σήμα, παρόλο που έχουν ήδη κληρονομήσει, όπως ορίζει ο νόμος, διάφορα περιουσιακά στοιχεία και διαμερίσματα από τον Ντιέγκο.
Η αγωγή για το ποιος κατέχει τα δικαιώματα του εμπορικού σήματος «Ντίεγκο Μαραντόνα» (για την εμπορία προϊόντων που φέρουν την εικόνα του) παραμένει υπό αμφισβήτηση. Οι κόρες του Ντιέγκο (Ντάλμα, Τζιανίνα και Τζάνα) ισχυρίζονται υπεξαίρεση. Εκκρεμεί έφεση.

Η πιο μεγάλη δίκη, ωστόσο, δεν έχει γίνει ακόμη. Οι επτά γιατροί που κατηγορούνται σε σχέση με τον θάνατο του Μαραντόνα και κατηγορούνται ότι δεν του παρείχαν επαγγελματική φροντίδα, θα έχουν τη δίκη τους να ξεκινήσει τον Μάρτιο. Οι πολιτικές και οικογενειακές πιέσεις θα είναι τεράστιες. Η πρώτη δίκη ακυρώθηκε στις 29 Μαΐου για έναν απίστευτο λόγο: η πρόεδρος της δικαστικής επιτροπής, Χουλιέτα Μακίντας, αποβλήθηκε αφού πιάστηκε να γυρίζει ένα μη εξουσιοδοτημένο ντοκιμαντέρ για τη δίκη.

Ο Μαραντόνα, αναπαύεται εν ειρήνη, μαζί με την δόνα Τότα και τον Δον Ντιέγκο, τους γονείς του, στο ιδιωτικό νεκροταφείο του Jardín de Bella Vista, στο Μπουένος Άιρες. Εκεί, μια ταπεινή ταφόπλακα σηματοδοτεί την τελευταία κατοικία του Αργεντινού θρύλου. Μια ταφόπλακα που πρέπει να αντικαθίσταται και να αφαιρείται συνεχώς επειδή κάποιοι έχουν ήδη προσπαθήσει να την κλέψουν.

Φυλακισμένος μέσα στο ίδιο του το ταλέντο, στα απίθανα γκολ που σημείωνε, όπως ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρ στην μουσική.
Ο Μαραντόνα βίωσε άγρια τα χρόνια της αθωότητας. Σε σπίτι χωρίς νερό με χώρο ίσα ίσια για τα κρεβάτια στην Βίλα Φιορίτο, για αυτόν και τ’ αδέρφια του. Κι από εκεί με μία κλωτσιά βρέθηκε στην… Ευρώπη. Εισιτήρια  business class  για τα αεροπορικά ταξίδια του. Τότε ήταν ο θεός των γηπέδων, ο «El Diego». Και μετά, “εμφανίστηκε” η Κούβα , το διαζύγιο με την Κλαούντια, οι βόλτες με την κόρες του Νταλμίνα και Τζανίνα και φυσικά ο Τσε, τον οποίο ανακάλυψε στην Ιταλία  βλέποντας την διάσημη φωτογραφία του Αλμπέρτο Κόρντα ανάμεσα στις κόκκινες σημαίες στις απεργίες…

«Ένας κοσμικός χαρταετός από άλλον πλανήτη», όπως φώναξε ο Αργεντινός σχολιαστής μετά το γκολ -το ωραιότερο στην Ιστορία- που σημείωσε ο Ντιέγκο κόντρα στους Άγγλους στο Μουντιάλ του Μεξικού, έχοντας αποφύγει όποιον βρέθηκε μπροστά του…

Ένας απών…παρών, στην Αργεντινή, τη Ναπολη, σε κάθε ποδοσφαιρική γειτονιά του κόσμου.
«Και δεν ξέρουν τι έχασαν» («E non sanno cosa hanno perso»). Λέξεις γραμμένες, έξω από το νεκροταφείο της Νάπολη, τον Μάη του 1987, το ξημέρωμα της επόμενης ιστορικής ημέρας, όταν η Νάπολι εξασφάλισε τον πρώτο τίτλο πρωταθλήματος.

Ο ίδιος στον συγκλονιστικό επίλογο από την αυτοβιογραφία του «Εγώ ο Ντιέγκο», «Αποφάσισα να τα πω όλα», σημείωνε:

«Αν ξαναγεννιόμουν  θα ζητούσα από τον Θεό να μου δώσει τα ίδια-γιατί μου έδωσε πράγματι υπερβολικά πολλά-καθώς επίσης και τη δυνατότητα να παίξω όλους τους αγώνες και να βάλω όλα τα γκολ που διασκέδασαν τους Ναπολιτάνους, στην χώρα μου, ζωντανά, για τους Αργεντινούς…

Είμαι περήφανος που έμεινα πιστός στις πεποιθήσεις μου, στις αρετές και τα ελαττώματά μου. Έπιασα τα 40 και μπορώ να κοιτάξω κατάματα όλο τον κόσμο. Δεν έκανα κακό σε κανέναν εκτός από τον εαυτό μου, δεν χρωστάω σε κανένα τίποτα, εκτός από την οικογένειά μου. Δίνω μάχη για την ζωή κάθε μέρα. Έχω δίπλα μου  τους γονείς μου, έχω δίπλα μου τους φίλους μου. έχω την γυναίκα μου και τις δύο κόρες που είναι τόσο αξιαγάπητες όσο τις είχα ονειρευτεί. Και πάνω απ’ όλα έχω τον σεβασμό της χώρας που αγαπώ… ναι, πάνω απ’ όλα, έχω τον σεβασμό των Αργεντινών και αυτό μου δίνει μεγάλη ικανοποίηση.

Όλα όσα έχω αναφέρει σε τούτο εδώ το βιβλίο είναι αλήθεια, το ορκίζομαι στις κόρες μου. Προσπάθησα να είμαι όσο το δυνατόν πιο ειλικρινής σε όλα. Εξιστόρησα πράγματα, σίγουρα ξέχασα πολλά, αλλά το μήνυμα είναι ένα και μόνο ένα: θα εξακολουθήσω να λέω την αλήθεια μέχρι τέλους. Δεν πρόκειται να υποκύψω γιατί δεν μου αρέσει, δεν μου αρέσει η αδικία.

Σε όσους έρχονται και θέλουν να κάνουν τους έξυπνους σε μένα και μου λένε «Μα Ντιέγκο, αφού εσύ… », τους λέω πάντα το εξής: «Τον Ντιέγκο, εμένα με πήραν από το Βίγια Φιορίτο και μου έδωσαν μια κλωτσιά και με έστειλαν κατευθείαν στο Παρίσι, στον Πύργο του Αιφελ. Εγώ φορούσα το ίδιο παντελόνι χειμώνα-καλοκαίρι, εκείνο το κοτλέ. Εκεί προσγειώθηκα και μου ζήτησαν, απαίτησαν από μένα να πω αυτό που έπρεπε να πω, να φερθώ όπως έπρεπε να φερθώ, να κάνω αυτό που εκείνοι ήθελαν.
Και το έκανα.

Εγώ… Εγώ έκανα ό,τι μπορούσα, και νομίζω ότι δεν τα πήγα και άσχημα».

ΑΠΕ-ΜΠΕ