Εχοντας φτάσει στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων δέκα ετών την περίοδο 2023-2024 στα 2,6 εκατομμύρια τόνους, η παγκόσμια παραγωγή ελαιολάδου ανακάμπτει σημαντικά, καθώς σύμφωνα με έκθεση του International Olive Oil Council (Διεθνές Συμβούλιο Ελαιολάδου) θα αυξηθεί το 2024-2025 κατά 36%, στα 3,5 εκατομμύρια τόνους.
Παράλληλα, η παγκόσμια αγορά ελαιολάδου εκτιμάται πως θα ξεπεράσει τα 15,6 δισ. δολ. το 2025 για να κινηθεί στην περιοχή των 20 δισ. δολ. έως το 2032, σημειώνοντας μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 3,44%.
Η Ευρώπη κυριαρχεί στην παγκόσμια αγορά, με τις κύριες χώρες παραγωγής (Ισπανία, Ιταλία και Ελλάδα) να αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 70% της παραγωγής. Η παραγωγή ελαιολάδου των χωρών της ΕΕ προβλέπεται να φτάσει τα 2,1 εκατομμύρια τόνους το 2024-2025, από 1,55 εκατομμύρια τόνους το 2023-2024, ενώ και η παραγωγή στις χώρες εκτός ΕΕ αναμένεται επίσης να αυξηθεί στα 1,4 εκατ. τόνους από 1,03 εκατ. τόνους αντίστοιχα.
Στην Ισπανία
Η σημαντική άνοδος στις χώρες της ΕΕ είναι απόρροια κύρια της αύξησης της παραγωγής στην Ισπανία (+66% στα 1,41 εκατ. τόνους από τις 855 χιλιάδες τόνους), την Ελλάδα (+30% στις 250 χιλιάδες τόνους το 2024-25 από 192 χιλιάδες τόνους το 2023-24) και την Πορτογαλία (+10% στις 177 χιλιάδες τόνους από 161 χιλιάδες τόνους), ενώ η παραγωγή στην Ιταλία εμφανίζει πτώση (-24% στις 248 χιλιάδες τόνους από 328 χιλιάδες τόνους).
Η παραπάνω εξέλιξη αποτυπώνεται και στην πορεία των τιμών παραγωγού εξαιρετικού παρθένου ελαιολάδου που τον Ιούλιο κυμαίνονταν στην Ισπανία (Χαέν) στα 358,5 ευρώ ανά 100 κιλά (-52,6% σε ετήσια βάση), στην Ελλάδα (Χανιά) στα 360 ευρώ ανά 100 κιλά (-53,2% σε ετήσια βάση), ενώ στην Ιταλία (Μπάρι) διαμορφώθηκε στα 970 ευρώ ανά 100 κιλά (+2,1% σε ετήσια βάση). Η Ισπανία, με πάνω από 320 εκατομμύρια ελαιόδεντρα, είναι ο νούμερο ένα παραγωγός ελαιολάδου παγκοσμίως, με το μερίδιο αγοράς να κυμαίνεται μεταξύ 45%-50%, ανάλογα με την χρονιά.
Ο δεύτερος μεγαλύτερος παραγωγός με μερίδιο αγοράς 10% είναι η Ιταλία, η οποία αν και δεν παράγει αρκετό λάδι για να καλύψει ούτε την εγχώρια κατανάλωσή, είναι από τους μεγαλύτερους εξαγωγείς ελαιολάδου στον κόσμο, καθώς μεγάλο μέρος του λαδιού της εισάγεται, εμφιαλώνεται και εξάγεται ως ιταλικό προϊόν.
Η Ελλάδα είναι ο τρίτος μεγαλύτερος παραγωγός καταλαμβάνοντας μερίδιο αγοράς 8% με περισσότερα από 123 εκατομμύρια ελαιόδεντρα, τα οποία παράγουν περίπου 250.000 τόνους ελαιολάδου ετησίως, εκ των οποίων το 82% είναι εξαιρετικά παρθένο. Περίπου το μισό ελληνικό ελαιόλαδο εξάγεται, αλλά μόνο το 5% αυτής της ποσότητας αντικατοπτρίζει την προέλευση του εμφιαλωμένου προϊόντος. Οι ελληνικές εξαγωγές απευθύνονται κυρίως σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με κύριο αποδέκτη την Ιταλία, η οποία λαμβάνει περίπου τα τρία τέταρτα των συνολικών εξαγωγών.
Το ελληνικό ελαιόλαδο εξάλλου, το πιο εμβληματικό προϊόν της χώρας, δεν έχει «εγγραφεί», όπως λέγεται, εισέτι στις διεθνείς αγορές ως επώνυμο προϊόν. Σημειώνεται ότι σημαντικό τμήμα (της τάξεως του 70%) των ελληνικών εξαγωγών κατευθύνεται στην Ιταλία και την Ισπανία, με τιμή κατά τουλάχιστον 25% χαμηλότερη από αντίστοιχες που απολαμβάνουν οι ελληνικές εξαγωγές στις υπόλοιπες χώρες προορισμού.
Η απόκλιση αυτή ουσιαστικά εξηγείται και αντικατοπτρίζει τον χαμηλό βαθμό τυποποίησης της ελληνικής παραγωγής (σχεδόν 30%, έναντι 70% στην Ισπανία και σχεδόν 100% στην Ιταλία) που λειτουργεί ανασταλτικά στην προώθησή του ως επώνυμου προϊόν στο εξωτερικό. Καθώς το ελληνικό ελαιόλαδο εξάγεται χύδην κυρίως σε Ιταλία και Ισπανία, αναμειγνύεται με λοιπών προελεύσεων (συνήθως χαμηλότερης ποιότητας) ελαιόλαδο, συσκευάζεται και προωθείται στη διεθνή αγορά ως επώνυμο εγχώριο προϊόν των χωρών αυτών, η Ελλάδα φέρεται να αποστερείται σημαντικής υπεραξίας που υπολογίζεται σε 250-300 εκατ. ευρώ ετησίως.
Χαμηλή διείσδυση
Στην αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου, όπου παρά την απήχηση της μεσογειακής διατροφής που οδηγεί σε ανελαστικότητα ζήτησης ελαιολάδου, το ελληνικό έξτρα παρθένο ελαιόλαδο έχει χαμηλή διείσδυση, με την Ελλάδα σύμφωνα με το γραφείο ΟΕΥ της ελληνικής πρεσβείας στο Λονδίνο το 2024 να καταλαμβάνει την 5η θέση στη λίστα των σημαντικότερων προμηθευτριών χωρών ελαιολάδου στη Βρετανία με μερίδιο 4,5% και συνολικές εισαγωγές αξίας 20 εκατ. λιρών περίπου.
Αν όμως για την 1η θέση που καταλαμβάνει η Ισπανία με μερίδιο αγοράς σε αξία 49,9% (£220,5 εκατ.) και τη 2η Ιταλία με μερίδιο αγοράς σε αξία 19,3% (£85,5 εκατ.) τα δεδομένα φαντάζουν λογικά, δεν συμβαίνει το ίδιο με τις άλλες δύο χώρες που καταλαμβάνουν την 3η θέση και την 4η θέση, δηλαδή τη Γερμανία που έχει μερίδιο αγοράς 14,7% (£65,2 εκατ.) και το Βέλγιο με μερίδιο αγοράς 7,1% (£31,2 εκατ.), με ανύπαρκτους όμως ελαιώνες και με τα εν λόγω στοιχεία να αντικατοπτρίζουν πιθανή επανεξαγωγή ή/και μεταποίηση ελαιολάδου και νέα εμπορική ροή στη συνέχεια προς το Ηνωμένο Βασίλειο.
Ισπανία και Ιταλία διατηρούν εξάλλου δεσπόζουσα θέση στην παγκόσμια αγορά ελαιολάδου, καθώς το εξαγωγικό δυναμικό τους, τόσο σε επίπεδο μεγέθους παραγωγής (Ισπανία) όσο και σε επίπεδο brand name (Ιταλία), υπερτερεί π.χ. του αντίστοιχου ελληνικού.
Ωστόσο, καθώς το ελληνικό ελαιόλαδο συνεχίζει να πωλείται χύδην, να αναμειγνύεται με λάδι άλλης προέλευσης και να συσκευάζεται σε μεγάλες ελαιοπαραγωγούς και έμπειρες εξαγωγικά χώρες (όπως η Ιταλία), η ακριβής παρουσία του στις διεθνείς αγορές μέσω άλλων επωνυμιών δεν μπορεί να καταγραφεί. Η επιλογή της χύδην εξαγωγής περιορίζει όμως την αναγνωρισιμότητα του ελληνικού ελαιολάδου, ενώ καθώς απουσιάζει το brand name της Ελλάδας, η χώρα θα συνεχίσει να χάνει την όποια προστιθέμενη αξία που μεταφράζεται σε αρκετά εκατομμύρια ευρώ για τους έλληνες ελαιοπαραγωγούς.
Πηγή: Οικονομικός Ταχυδρόμος