Να φύγουν τα τσιμέντα από τον “Ευαγγελισμό”, ζητά ο Σύλλογος Αρχιτεκτόνων

Να καθαιρεθούν τα τσιμέντα από τα ανοίγματα του Ευαγγελισμού, να γίνουν οι απαραίτητες μελέτες για την αποκατάσταση του και να τηρηθούν οι προβλεπόμενες από το νόμο διαδικασίες για την εκτέλεση των όποιων εργασιών, ζητά με παρέμβαση του ο Σύλλογος Αρχιτεκτόνων νομού Ηρακλείου.

Σε σχετική ανακοίνωση του για τη βίαιη εκκένωση της κατάληψης του Ευαγγελισμού, υπογραμμίζει τον έντονο αρνητικό κοινωνικό αντίκτυπο που αναδεικνύει τα πολλά και σοβαρά ζητήματα που τίθενται όπως την αδικαιολόγητα σκληρή (και παρ’ ολίγον θανάσιμη) βία που ασκήθηκε, την πολιτική σκοπιμότητα της εκκένωσης και τη χρονική στιγμή που επιλέχτηκε να γίνει, αλλά και τις σοβαρές αυθαιρεσίες που διαπράττει ένας δημόσιος φορέας όπως το Πανεπιστήμιο Κρήτης, όχι απλά ανενόχλητα, αλλά με την ισχυρή κάλυψη της Αστυνομίας και περιφρούρηση από αυτήν της τελούμενης αυθαιρεσίας. Θα έμοιαζε αδιανόητο όλο αυτό και όμως συμβαίνει».

Ο Σύλλογος στο κείμενο του κάνει αναφορά στο χαρακτηρισμό του εμβληματικού κτηρίου ως ιστορικού διατηρητέου, όπου και αναφέρεται ότι “…πρόκειται για αξιόλογο κτήριο που βρίσκεται στο ιστορικό κέντρο της πόλης και είναι σημαντικό για τη μελέτη της ιστορίας της Αρχιτεκτονικής και συνυφασμένο με τις μνήμες των κατοίκων της περιοχής”.

Προσθέτει ακόμα δηκτικά ότι βάσει των διατάξεων του άρθρου 24 του Συντάγματος και όπως αναφέρεται αυτολεξεί στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, έχει καθιερωθεί «ιδιαίτερη κρατική προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος και των μνημείων της αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς, όπως είναι τα διατηρητέα κτίρια, υπό την έννοια ότι το κράτος έχει την υποχρέωση να λαμβάνει ειδικά νομοθετικά μέτρα με τα οποία να εξασφαλίζεται η διαρκής προστασία τους».

Η αναγκαιότητα αυτής της νομοθετικής ρύθμισης βασίζεται στο ότι «η αποκατάσταση και ανάδειξη των διατηρητέων κτηρίων συμβάλλει στην αναβάθμιση του πολιτιστικού περιβάλλοντος και της ποιότητας ζωής κατοίκων και επισκεπτών».

Ειδικότερα ο Σύλλογος Αρχιτεκτόνων τονίζει ότι, «για οικοδομικές εργασίες που εκτελούνται στο εντός τειχών τμήμα της πόλης του Ηρακλείου, (που είναι κηρυγμένος αρχαιολογικός χώρος) απαιτούνται ιδιαίτερες εγκρίσεις από τους αρμόδιους φορείς. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για ιστορικό διατηρητέο μνημείο. Για τον φάκελο μελέτης (με προτεινόμενες εργασίες) που κατατίθεται στην Υπηρεσία Δόμησης προς αδειοδότηση, απαιτείται έγκριση της Εφορίας Αρχαιοτήτων Ηρακλείου και του Συμβουλίου Αρχιτεκτονικής Ηρακλείου.

Αλλά πρωτίστως και κυρίως (για το συγκεκριμένο) απαιτείται η έγκριση της Υπηρεσίας Νεότερων Μνημείων και Τεχνικών Έργων Κρήτης, η οποία έγκριση έπεται σχετικής θετικής γνωμοδότησης του Τοπικού Συμβουλίου Μνημείων Κρήτης. Τότε και μόνο τότε μπορεί να εκδοθεί από την Υπηρεσία Δόμησης η σχετική έγκριση εργασιών δόμησης για τις εγκεκριμένες εργασίες στο κτήριο.

Είναι προφανές ότι δεν υπάρχει σχετική άδεια, όχι μόνον επειδή θα την επεδείκνυαν (μετά και την κατακραυγή), αλλά και επειδή θεωρούμε βέβαιο ότι καμία από τις παραπάνω Υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού δεν θα έδινε έγκριση για τέτοια καταστροφική (και αδικαιολόγητη) επέμβαση σε ένα προστατευόμενό της κτήριο.

Έχουμε λοιπόν στη προκειμένη περίπτωση:

Σε ένα κτήριο κηρυγμένο ως μνημείο (κτήριο “Ευαγγελισμός”), που βρίσκεται εντός κηρυγμένου αρχαιολογικού χώρου- ιστορικού τόπου (παλιά πόλη Ηρακλείου), να εκτελούνται παράνομα εργασίες πρακτικά καταστροφικές για τα στοιχεία της όψης και την όλη εμφάνιση του κτιρίου (σφραγίζονται και τσιμεντώνονται τα ανοίγματα) από τον δημόσιο φορέα ιδιοκτήτη του (Πανεπιστήμιο Κρήτης), υπό την “επίβλεψη” (όχι κάποιου αρμόδιου μηχανικού ή αρχαιολόγου, αλλά) της Αστυνομίας, η οποία επί πλέον περιφρουρεί την διάπραξη της παρανομίας (σε μια αντιστροφή και υπέρβαση προβλεπόμενων ρόλων), με την επίκληση μιας μη τεκμηριωμένης αναγκαιότητας, και με κόστος την ακεραιότητα ενός μνημείου.

Το κτήριο δυστυχώς προβλέπεται να παραμείνει στη φάση που περιήλθε, για πολλά χρόνια και να ρημάζει εγκαταλελειμμένο και χωρίς συντήρηση. Απ’ όσο προκύπτει από τις δηλώσεις του Πρύτανη του Πανεπιστημίου Κρήτης, εκτός του ότι δεν υπάρχει η αναγκαία χρηματοδότηση, δεν υπάρχουν ούτε οι (προαπαιτούμενες) απαραίτητες μελέτες για την αποκατάσταση και αξιοποίηση του κτιρίου, ενώ πολύ ασαφής είναι ακόμη και η προτεινόμενη χρήση».