Στρατηγικές κατευθύνσεις και προτεραιότητες για την πρωτοβάθμια Τοπική Αυτοδιοίκηση

Η δημοτική περίοδος 2019-2023 που διανύουμε – και η οποία ολοκληρώνεται σε λίγους μήνες – έφερε την Τοπική Αυτοδιοίκηση αντιμέτωπη με μείζονες κρίσεις και καταστάσεις οι οποίες επηρέασαν σημαντικά τη λειτουργία και τον προγραμματισμό αυτής. Η πανδημία του Covid-19, ο πόλεμος στην Ουκρανία, η ενεργειακή κρίση και η κατακόρυφη αύξηση του κόστους ζωής που ακολούθησε, διαμόρφωσαν μια ιδιαίτερα δύσκολη συνθήκη για την τοπική αυτοδιοίκηση και ιδιαίτερα τους Δήμους, οι οποίοι κλήθηκαν από τη μία, να διαχειριστούν τη νέα πραγματικότητα σ’ ένα περιβάλλον αυξημένων προκλήσεων και απειλών και από την άλλη, να ανασχεδιάσουν τις στρατηγικές τους προτεραιότητες, με γνώμονα τη στήριξη των τοπικών κοινωνιών, την προστασία της υγείας των πολιτών και τη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής.
Στα παραπάνω θα πρέπει κάποιος να προσθέσει τις κλιματικές και φυσικές καταστροφές (πλημμύρες, πυρκαγιές, σεισμοί, κ.α.) που έπληξαν διάφορες περιοχές της χώρας κατά την εν λόγω περίοδο, τις επιπτώσεις των οποίων κλήθηκαν (και καλούνται) να διαχειριστούν οι Δήμοι σε κοινωνικό, οικονομικό και περιβαλλοντικό επίπεδο.
Το δυσχερές αυτό πλαίσιο ήλθε να προστεθεί σ’ ένα ήδη δυσλειτουργικό τοπίο που βιώνει εδώ και χρόνια η πρωτοβάθμια αυτοδιοίκηση λόγω της αδυναμίας επίλυσης εγγενών αδυναμιών και διαχρονικών ελλείψεων και προβλημάτων, όπως αυτά της αδυναμίας διασφάλισης της οικονομικής βιωσιμότητας και αυτοτέλειας, της ελλιπούς στελέχωσης, της γραφειοκρατικής (δυσ)λειτουργίας, του ασφυκτικού πλαισίου εποπτείας και ελέγχου, της μη ισόρροπης χωρικής ανάπτυξης, κ.α.
Οι επικείμενες δημοτικές εκλογές που θα πραγματοποιηθούν τον προσεχή Οκτώβριο (8/15.10.2023), θα σημάνουν – μεταξύ άλλων – και το “ξημέρωμα” μιας νέας περιόδου για την πρωτοβάθμια Τοπική Αυτοδιοίκηση, η οποία θα κληθεί να επαναπροσδιορίσει και να να επανατοποθετήσει στη «σκακιέρα» των στρατηγικών της προτεραιοτήτων (και διεκδικήσεων) τους προγραμματικούς στόχους και τα μέτρα πολιτικής που οφείλουν να αποτελέσουν τον πυρήνα του προγράμματος αναδιοργάνωσης και ανασυγκρότησης της αυτοδιοίκησης στη χώρα για τα επόμενα χρόνια, με ορίζοντα το 2030.
Στο νέο αυτό σχεδιασμό βασικό ζητούμενο αποτελεί η εφαρμογή θεσμικών μεταρρυθμίσεων και χρηματοδοτικών προσαρμογών που θα δίνουν απάντηση στα διαπιστωμένα – εδώ και χρόνια – προβλήματα των πόλεων, δρομολογώντας βιώσιμες λύσεις για τις προκλήσεις που αυτές καλούνται να αντιμετωπίσουν τα επόμενα χρόνια, όπως η κλιματική αλλαγή, οι τεχνολογικές εξελίξεις, η γήρανση του πληθυσμού, οι ολοένα και αυξανόμενες οικονομικές, κοινωνικές και εδαφικές ανισότητες, κ.α.
Ταυτόχρονα, ο αναφερόμενος σχεδιασμός θα πρέπει να συμπεριλάβει πολιτικές, δράσεις και πρωτοβουλίες που θα συμβάλλουν με σαφή τρόπο στην: (α) ενίσχυση της αρχής της επικουρικότητας, (β) προώθηση της αποκέντρωσης, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της εδαφικής συνοχής και (γ) ενδυνάμωση των θεσμών διακυβέρνησης, διαφάνειας και συμμετοχής στο σύστημα της αυτοδιοίκησης.
Στο πλαίσιο αυτό και επιχειρώντας μια συνοπτική κωδικοποίηση των προτεραιοτήτων πολιτικής που οι παραπάνω αναφορές/στόχοι νοηματοδοτούν – λαμβάνοντας υπόψη και την οργανωτικο- διοικητική, λειτουργική, επιχειρησιακή και τεχνικο-οικονομική ικανότητα αλλά και «παθολογο-ανατομία» των Δήμων ως οργανισμών – κρίνεται αναγκαίο να διαμορφωθεί – με την ενεργή συμμετοχή της αυτοδιοίκησης και των θεσμικών της οργάνων – αμέσως μετά από τις αυτοδιοικητικές εκλογές, ένα ολοκληρωμένο και συνεκτικό πλαίσιο αλλαγών και μεταρρυθμίσεων που θα εστιάζει σε οκτώ (8) μείζονες προτεραιότητες. Αυτές συνοψίζονται, κατά την άποψη μου, στις εξής:
- Επανασχεδιασμός του συστήματος τοπικής διακυβέρνησης, με ενίσχυση της αποκέντρωσης και ανα-οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων μεταξύ κεντρικής διοίκησης και τοπικής αυτοδιοίκησης – στο πλαίσιο της πολυεπίπεδης διακυβέρνησης ως μοντέλου λειτουργικής οργάνωσης του Κράτους. Σημαντικό στοιχείο που οφείλει επίσης να εξεταστεί στο παρόν πλαίσιο, είναι η ενίσχυση της ενδοδημοτικής αποκέντρωσης με τη μεταφορά αποφασιστικών αρμοδιοτήτων – ιδιαίτερα αυτών που άπτονται της καθημερινότητας – αλλά και πόρων στο επίπεδο της Κοινότητας με στόχο την παροχή άμεσων και αποτελεσματικών υπηρεσιών όσο πιο κοντά στον δημότη, με ταυτόχρονη αναβάθμιση του επιτελικού/στρατηγικού και συνάμα του κανονιστικού και αναπτυξιακού ρόλου των συλλογικών οργάνων των Δήμων.
- Διασφάλιση της οικονομικής βιωσιμότητας και αυτοτέλειας των Δήμων και ανασχεδιασμός του συστήματος οικονομικής λειτουργίας αυτών. Στο πλαίσιο αυτό ζητήματα που χρήζουν προτεραιοποίησης αποτελούν, μεταξύ άλλων: α. η αλλαγή του συστήματος κατανομής των ΚΑΠ, στη βάση αντικειμενικών επιστημονικών κριτηρίων που να διασφαλίζουν κατ’ ελάχιστον την κάλυψη του βασικού κόστος λειτουργίας αυτών αλλά και των αναγκαίων επενδυτικών δαπανών που σχετίζονται με την εκτέλεση έργων και την εκπόνηση μελετών, β. η σύνταξη ενιαίου Κώδικα Οικονομικής Διοίκησης και Εσόδων των ΟΤΑ, ο οποίος θα αναθεωρήσει/ επικαιροποιήσει τους θεσμικούς κανόνες που διέπουν όλα τα ζητήματα οικονομικής και λογιστικής λειτουργίας των ΟΤΑ και ιδίως ό,τι αφορά τα έσοδα των Δήμων, γ. ο ανασχεδιασμός του πλαισίου παροχής και κοστολόγησης των ανταποδοτικών υπηρεσιών (ηλεκτροφωτισμός, καθαριότητα, κλπ) ανά κατηγορία μεγέθους Δήμων και δ. η θεσμοθέτηση του συμμετοχικού προϋπολογισμού ως τμήμα του τακτικού δημοτικού προϋπολογισμού στο πλαίσιο της συνολικότερης φιλοσοφίας για ενίσχυση της διαφάνειας, της κοινωνικής λογοδοσίας και της συμμετοχής των πολιτών στο σύστημα λήψης αποφάσεων των Δήμων.
- Προώθηση μιας ευρείας διοικητικής και κανονιστικής «σεισάχθειας», με στόχο την απλοποίηση των διοικητικών διαδικασιών και τη μείωση της περιττής γραφειοκρατίας στην εσωτερική λειτουργία των ΟΤΑ. Η συγκεκριμένη παρέμβαση έχει επείγοντα χαρακτήρα λαμβάνοντας υπόψη την πολυπλοκότητα του θεσμικού και κανονιστικού πλαισίου που διέπει σήμερα την υλοποίηση των διαδικασιών στους ΟΤΑ.
- Επιτάχυνση της διαδικασίας ψηφιακού μετασχηματισμού της τοπικής αυτοδιοίκησης, ώστε οι πόλεις να είναι σε θέση να διαμορφώσουν μια ολοκληρωμένη και μακρόπνοη ψηφιακή στρατηγική, η οποία θα συμβάλλει ουσιαστικά στη γεφύρωση του ψηφιακού χάσματος, στη βελτίωση της εσωτερικής οργάνωσης και λειτουργίας των δημοτικών υπηρεσιών και στην ανάπτυξη νέων ψηφιακών εργαλείων και δυνατοτήτων για την παροχή περισσότερο αποτελεσματικών, διαλειτουργικών, καινοτόμων και υψηλής ποιότητας υπηρεσιών στους πολίτες και στις επιχειρήσεις.
5.Ενίσχυση της ανθεκτικότητας των πόλεων για την αποτελεσματική διαχείριση αιφνίδιων κρίσεων και έκτακτων αναγκών (όπως είναι οι σεισμοί, πλημμύρες, επιδημίες κτλ) αλλά και χρόνιων πιέσεων (όπως η ατμοσφαιρική ρύπανση, οι ανεπαρκείς ή ελλιπώς συντηρημένες υποδομές, η ανεργία, κλπ) που απειλούν την οικονομική και κοινωνική συνοχή σε τοπικό επίπεδο.
6.Υλοποίηση του «πράσινου» μετασχηματισμού των πόλεων για την αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών, κλιματικών και ενεργειακών προκλήσεων και την προώθηση της κλιματικής ουδετερότητας στη βάση ενός ολοκληρωμένου, διατομεακού και πολυταμειακού προγράμματος τεχνικο-οικονομικής υποστήριξης των πόλεων για την πράσινη μετάβαση τους.
7.Αναδιάρθρωση του συστήματος κοινωνικής πολιτικής σε τοπικό επίπεδο, μέσα από την περαιτέρω ενίσχυση, ανάπτυξη και αναβάθμιση των δημοτικών κοινωνικών δομών και υπηρεσιών και τη λειτουργική διασύνδεση τους με τις κρατικές προνοιακές δομές και τις δομές πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας.
8.Αναβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού της αυτοδιοίκησης ως συνθήκη βελτίωσης της ποιότητας και αποδοτικότητας των δημοτικών υπηρεσιών μέσα από ένα νέο πλαίσιο θεσμικών ρυθμίσεων που θα εδράζεται στο τετράπτυχο «κατάλληλη στελέχωση, συνεχής επιμόρφωση, αποτελεσματική διοίκηση και αντικειμενική αξιολόγηση».
Συμπερασματικά, γίνεται σαφές πως στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται – και με δεδομένες τις προκλήσεις, τις ευκαιρίες και τους περιορισμούς που χαρακτηρίζουν το αυτοδιοικητικό περιβάλλον – απαιτείται να υπάρξει, αμέσως μετά τις αυτοδιοικητικές εκλογές, ένα συνολικό και συνεκτικό εθνικό σχέδιο μακράς πνοής που θα αξιοποιεί με αποτελεσματικό τρόπο τους πόρους από το Ταμείο Ανάκαμψης και το νέο ΕΣΠΑ και θα εμπεριέχει μέτρα και παρεμβάσεις θεσμικής, οργανωτικής και επιχειρησιακής αλλαγής, στρατηγικού και παραδειγματικού χαρακτήρα, που θα αναδιατάσσουν δομικά το υφιστάμενο οργανωτικο-διοικητικό μοντέλο, τη λειτουργία, τους πόρους, τις δυνάμεις και εν τέλει τις προτεραιότητες της πρωτοβάθμιας Τοπικής Αυτοδιοίκησης, με χρονικό ορίζοντα το 2030.
*Ο δρ. Γαβριήλ Α. Κουρής είναι γενικός γραμματέας Ο.Τ.Α. διοικητικός-πολιτικός Επιστήμων, M.Sc., Ph.D.