Μαρτυρίες για τον ματωμένο Ιούνιο του 1942
Όπως κάθε χρόνο θα τελεστεί και φέτος η επιμνημόσυνη δέηση για την ανάπαυση των ψυχών των 62 Μαρτύρων που εκτελέστηκαν την περίοδο της γερμανικής κατοχής. Η μνήμη τους τιμάται στον τόπο εκτέλεσης, στο εκκλησάκι των Αγίων Πάντων στο Γάζι.
Θα μπορούσε ο Ιούνιος του 42 να χαρακτηριστεί ως ο πιο ματωμένος μήνας για το Ηράκλειο. Για την πρώτη εκτέλεση των 12, στις 3 Ιουνίου, τότε που εκτελέστηκε και ο Δήμαρχος Μηνάς Γεωργιάδης, δεν υπάρχουν μαρτυρίες από αυτόπτες μάρτυρες. Αντιθέτως, για την δεύτερη εκτέλεση των 50 υπάρχουν μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων, που εξαναγκάστηκαν σε αγγαρεία προκειμένου να θάψουν τους νεκρούς.
Μεταξύ των εκτελεσθέτων της 14ης Ιουνίου ήταν και ο Νίκος Κατεχάκης, γνωστός δημοσιογράφος και αθλητής, σύζυγος της αδελφής της μητέρας μου Νέλλης. Ο Νίκος Κατεχάκης, ιδρυτής της εφημερίδας «Κρητικά Νέα» γεννήθηκε το 1912. Ήταν αθλητής στο κολύμπι με μετάλλια και καταδύσεις και από τους καλύτερους ποδοσφαιριστές του Ο.Φ.Η. Το 1930 μετά από επιτυχείς εξετάσεις εισήχθη στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων.
Το πρώτο έτος της φοίτησης σε φιλικό ποδοσφαιρικό αγώνα των μαθητών της Σχολής με τον Ολυμπιακό Πειραιώς τραυματίστηκε σοβαρά στο στήθος και διέκοψε τη φοίτηση. Το 1931 μετά την ανάρρωση ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία ( είχε ήδη εργαστεί στις διακοπές του σχολείου στην εφημερίδα «Ελεύθερη σκέψη» του Μουρέλλου) και εξέδωσε την απογευματινή εφημερίδα «Κρητικά Νέα», στην αρχή εβδομαδιαία και μετά καθημερινή.
Παραθέτω ένα τμήμα του εξαιρετικού κειμένου που επιμελήθηκε η Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη. Η αναφορά της αείμνηστης Παρής Κάββου στα γεγονότα είναι συγκλονιστική. «Ήταν νωρίς το απόγευμα της 14ης Ιουνίου 1942, που στεκόμουνα στο μπαλκόνι του πατρικού σπιτιού (ήταν γραφτό να βρεθώ στο Ηράκλειο τη μέρα αυτή) όπως ήταν γραφτό να δω αυτό που θα σας διηγηθώ και που δεν έσβησε ποτέ από τη μνήμη μου. Ένα μεγάλο καμιόνι περνούσε τη στιγμή αυτή και για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου νόμισα πως οι Γερμανοί πήγαιναν σε «αγγαρεία» τους επιβάτες του. Αστραπιαία έβαλα κακό στο νου μου.
Τέτοια ώρα, απόγευμα, που τους πάνε; Τη στιγμή που προσπαθούσα να ξεχωρίσω κανένα γνωστό, είδα στο δεξιό μέρος του αυτοκινήτου κοντά στην πόρτα, στη γωνιά, να μου κουνά το χέρι ένας από τους επιβάτες του. Αυθόρμητα φώναξα «Νίκο, Νίκο» κι εκείνος κουνούσε τώρα το χέρι του μέχρι που το καμιόνι χάθηκε στο βάθος του δρόμου. Η καρδιά μου μάτωσε, φοβήθηκα, «Χριστέ μου που τους πάνε;» κι ένοιωσα σα θηρίο στο κλουβί κι ήθελα να τρέξω, να τρέξω πίσω από το καμιόνι, να το προφτάσω, να ρωτήσω το Νίκο «που πάτε;». Ύστερα από λίγο ο Νίκος και οι άλλοι λεβέντες Κρητικοί έπεφταν από τα βόλια του κατακτητή».
Γράφει λοιπόν η μητέρα μου Τιτίκα Καρίπη Μαλαγαρδή στο ημερολόγιό της την Δευτέρα 22 Ιουνίου 1942.
«Μας είπαν τι συνέβη. Πρώτος μίλησε ο Σκουλάς στα Γερμανικά. Ο Νίκος άνοιξε τα στήθη του και είπε: «Βαράτε ρε σκυλιά». Ο Σκουλάς τους έδειξε τα τραύματά του γιατί ήταν ανάπηρος του ΄14. Ούτε αυτό δεν σεβάστηκαν. Τραγούδησαν τον κρητικό και εθνικό μας ύμνο και στάθηκαν απέναντι στο απόσπασμα 52 άνδρες. Από το Βενεράτο πήραν 7 χωρικούς από το Ηράκλειο την αφρόκρεμα. Τα ονόματα είναι γνωστά και δεν τα αναφέρω».
Συνεχίζει η μητέρα μου στο ημερολόγιό της τρία χρόνια μετά: Πέμπτη 14 Ιουνίου 1945. Πρόκειται για το πρώτο μνημόσυνο των 62 μαρτύρων μετά την απελευθέρωση:
«Η σημερινή ημέρα θα μου μείνει αξέχαστη. Έζησα έντονα και γνώρισα από κοντά εκείνα που συνέβησαν πριν τρία χρόνια. Πήγαμε στον τόπο της εκτέλεσης των 62. Στο κέντρο περιμένουν αυτοκίνητα. Ο κόσμος έκλεισε τα καταστήματα και ένα μεγάλο πλήθος μεταφέροντας στεφάνια πηγαίνει στον τόπο του μαρτυρίου. Αρχίζει η διαδρομή. Βλέπω να απλώνεται μπροστά μου το τοπίο που για τελευταία φορά είδαν οι όμηροι των ναζί όταν τους μετέφεραν εκεί. Ένας δρόμος απόστασης 5 χιλιομέτρων από το Ηράκλειο. Κατεβαίνουμε από τα αυτοκίνητα και περπατάμε μισή ώρα ανάμεσα στα χωράφια και στα αμπέλια.
Πώς έκαναν άραγε αυτήν τη διαδρομή; Με τί καρδιά, με τι σκέψεις; Ανεβαίνουμε μια ανηφοριά και αντικρύζουμε τη θέα ενός υπερύψηλου σταυρού. Μοιάζει με τον Γολγοθά. Χιλιάδες κόσμου έχει συγκεντρωθεί. Μια σειρά από φοίνικες σημαδεύει το αμπρί που τους πέταξαν οι Γερμανοί αφού τους τελείωσαν. Έχουν κτίσει και ένα κενοτάφιο. Είναι παρούσες όλες οι αρχές. Πρόσκοποι, στρατός, ναυτικό και ένα πλήθος συγγενών, όλοι μαυροντυμένοι. Ένα μαύρο κύμα. Αρχίζει το μνημόσυνο, ακολουθούν οι λόγοι και οι τιμητικοί πυροβολισμοί. Βοή από λυγμούς υψώνεται όταν γίνεται το προσκλητήριο των ονομάτων.
Λίγα μέτρα πιο κάτω απλώνεται η θάλασσα και αριστερά το βουνό. Αυτήν την ώρα βασιλεύει ο ήλιος. Όλα είναι χρυσά από το λίγο φως του. Αυτά είδαν για τελευταία φορά, μαζί με τον ήλιο βασίλεψαν και τα νιάτα τους. Στη φαντασία μου τους βλέπω να πηγαινοέρχονται, να φωνάζουν, να χειρονομούν και να ψάλλουν τον Εθνικό μας Ύμνο. Όλα θα τελειώσουν με τους πυροβολισμούς και θα ακολουθήσει η νεκρική σιωπή. Για τον Νίκο Κατεχάκη οι εφημερίδες γράφουν τόσα πολλά.
Ήταν φλογερός πατριώτης. Θυμάμαι την τελευταία φορά που τον φίλησα στην πόρτα της φυλακής. Αργά πια μετά την κατάθεση στεφάνων φύγαμε λυπημένες. Πολλοί μας παρηγορούν και λένε να ξεχάσουμε. Είναι όμως εύκολο μια ζωή τεσσάρων ετών με τόσο πόνο και αίμα να ξεχαστεί; Αυτούς ας του κρίνει ο Θεός και να τους τιμωρήσει όπως τους αξίζει. Εδώ τελειώνω την αφήγησή μου για τις περιπέτειες που περάσαμε αυτά τα τέσσερα ζοφερά χρόνια και εύχομαι ποτέ πια να μη ζήσει ο κόσμος τέτοιες ώρες».
Το μνημόσυνο δεν έχει πλέον την τραγικότητα που είχε παλιότερα χρόνια όταν ήταν ακόμη εν ζωή πολλοί από τους συγγενείς των εκτελεσθέντων. Όμως η προσέλευση εξακολουθεί να είναι μεγάλη και να αποδίδονται οι τιμές που αξίζουν στους ήρωες. Αιωνία η Μνήμη τους!
*Η Ιωάννα Δ. Μαλαγαρδή είναι δρ. Υπολογιστικής Γλωσσολογίας – Ιστορικός