Ήμουν 20 ημερών όταν πέρασα πρώτη φορά μπροστά από το νησί της Σπιναλόγκας τυλιγμένη σε μια πλεκτή κουβέρτα στην αγκαλιά της μητέρας μου, καθώς πηγαίναμε στο πατρικό της, στον Βρουχά, το οποίο έγινε και το δικό μου πρώτο σπίτι, μαζί με το καφενείο του παππού Βαγγέλη και της γιαγιάς Ανδρονίκης. Αυτά τα δέκα χρόνια δεν πέρασε μέρα να μην ακολουθήσω τον παππού μου στις διαδρομές του στην Ελούντα, περνώντας καθημερινά μπροστά από το νησί, που για διαφορετικό λόγο κάθε εποχή του χρόνου αιχμαλώτιζε τη ματιά και τη φαντασία μου.

Εκεί, απέναντι της, μπροστά από την ταβέρνα του Σπίθα, καλού φίλου του παππού μου, έμαθα κολύμπι. Εκεί έπλασε το παιδικό μου μυαλό, με την περιπετειώδη και ζωηρή φαντασία του, τις πρώτες του ιστορίες για μάχες, δράκους, πειρατές και πολεμίστριες του φωτός, όπου μια εμφανίζονταν και μια κρύβονταν στις στοές και στου προμαχώνες του νησιού. Παρόλο που ουκ ολίγες φορές αυτές οι φανταστικές ιστορίες επικροτούνταν από την συμμετοχή του, όποτε ρωτούσα τον παππού μου, για την αληθινή ιστορία, το πρόσωπό του συννέφιαζε, το παιχνίδι σταματούσε κι εκείνος απαντούσε πως “η ιστορία της Σπιναλόγκας είναι η απόδειξη του ότι πρέπει να ντρεπόμαστε για το είδος μας” προσγειώνοντάς με ανώμαλα…

Στα χρόνια που πέρασαν οι πληροφορίες που μάζευα από το σχολείο κι από τις συζητήσεις ήταν συγκεχυμένες και αόριστες. Προφανώς έμαθα για τη νόσο του Χάνσεν, για τον εγκλεισμό, για το στίγμα, για το πώς αναπτύχθηκαν οι γύρω περιοχές και το πώς ενισχυόταν εμπορικά η τοπική οικονομία. Πάντα όμως κάθε συζήτηση και κάθε σκέψη επισκιαζόταν από αυτό το πέπλο της ντροπής. Της ντροπής για το είδος μας, που απέκλεισε, στιγμάτισε, εγκατέλειψε ένα κομμάτι δικό του.

Οι παιδικές μου σκέψεις ήταν ο λόγος που δεν πήγα στη Σπιναλόγκα, ούτε κατά τις μαθητικές εκδρομές, ούτε κι ως ενήλικας ακόμα, όταν άρχισαν να παρελαύνουν ορδές επισκεπτών παρασυρμένοι από την υπέροχα γραμμένη ιστορία αγάπης της αγαπημένης συγγραφέως κας Βικτόριας Χίσλοπ. Όσο κι αν αγάπησα το βιβλίο κι αν παρακολούθησα ανελλιπώς όλα τα επεισόδια της σειράς, το νησί παρέμενε μέσα μου ένα άβατο σεβασμού και φόβου για όλα όσα εκτυλίχθηκαν και σημάδεψαν γενιές και οικογένειες… Η πρώτη μου επίσκεψη έγινε με δέος και ψυχική φόρτιση, το 2021, στα πλαίσια του θεσμικού μου ρόλου, γι αυτό κι οι μετέπειτα επισκέψεις μου εξακολουθούν να παραμένουν περιορισμένες.

Έχουν περάσει σχεδόν έξι μήνες από την παρουσίαση του βιβλίου του Julien Grivel, στο κοινοτικό κατάστημα Ελούντας, όπου είχα την τιμή και τη χαρά να συνδράμω στην διοργάνωσή της και να συναντήσω από κοντά εκείνο τον ευαίσθητο, ρομαντικό φιλέλληνα (κι Ελουδιανό εκ πεποιθήσεως) οδοντίατρο, που μας μίλησε για την Ελλάδα που γνώρισε σε νεαρή ηλικία και μέσα της ξεκίνησε σταδιακά την δικιά του εσωτερική αναζήτηση.

Η ανάγνωσή του βιβλίου έγινε με καθυστέρηση αρκετών μηνών, αλλά ολοκληρώθηκε απνευστί, παρόλο που υπήρχαν σημεία τόσο έντονα, κατά τα οποία αναγκαζόμουν να σταματώ, για να ηρεμώ την ταραχή των συναισθημάτων που δημιουργούσαν οι λέξεις, μέσα μου. Κι αυτό το βιβλίο – ένα ημερολόγιο εξομολογήσεων-  μέσω των δυνατών βιωματικών εμπειριών του συγγραφέα και την εμφανή επιρροή του από τον Όμηρο και λίγο τον Καζαντζάκη, λειτούργησε ως μια όαση αλήθειας, από αυτές που μας κάνουν να ανακαλύπτουμε το μέσα μας, λίγο περισσότερο από τον έξω κόσμο… κι εκείνο που ανακάλυψα, ήταν μια απαρηγόρητη εσωτερική μομφή, γιατί δεν επένδυσα νωρίτερα στο να ανακαλύψω εις βάθος την ιστορία αυτού του μαρτυρικού τόπου, παραμένοντας στην επιφάνεια των γεγονότων και στην “πολλή συνάφεια του κόσμου”.

Όταν, πριν λίγο καιρό γνωστοποίησα τα συναισθήματά μου αυτά, στον επιμελητή της έκδοσης κ. Κώστα Μαυρικάκη και με παρότρυνε να τα καταθέσω σε ένα κείμενο, η αλήθεια είναι πως προβληματίστηκα πολύ. Οι γνώσεις αλλά και οι γλωσσικές μου δεξιότητες πολύ “λίγες” μπροστά στον δικό του λόγο, αλλά και του συγγραφέα, μου δημιούργησαν μια ανασφάλεια για το κατά πόσο θα μπορούσαν να σταθούν αντάξια και να μιλήσουν γι αυτό το τόσο δυνατό συναισθηματικά πόνημα.

Παρόλα αυτά, η επιθυμία μου να ανατρέχω ξανά και ξανά, σε αρκετά κεφάλαια του βιβλίου θαυμάζοντας το μεγαλείο της ψυχής του συγγραφέα, κατέστησε τη συγγραφή του παρόντος κειμένου ψυχοθεραπευτική. Άλλωστε στην εποχή του γρήγορου και του εφήμερου, του επιφανειακού και του πρόσκαιρου, θαυμάζω βαθιά τους ανθρώπους που ο σκοπός της ζωής τους, τους αποκαλύφθηκε σχεδόν οραματικά και αφιερώθηκαν σε αυτόν αποζητώντας την οντολογική τους ταυτότητα. Εκείνους που βρίσκουν την εστία του βαθύτερου εαυτού τους κι ανταποκρίνονται στο κάλεσμά της. Ανθρώπους όπως ο Επαμεινώνδας Ρεμουντάκης, ο Μανώλης Φουντουλάκης, ο Maurice Born αλλά και ο Julien Grivel.

Ο Albert Einstein είπε κάποτε πως αν θες να καταλάβεις ένα άτομο, να μην ακούς τα λόγια του, αλλά να παρατηρείς την συμπεριφορά του. Κι αυτό το βιβλίο είναι ένα κατεξοχήν οδοιπορικό ευγενών πράξεων που διαδραματίστηκαν στην χώρα μας σε διάρκεια σχεδόν μισού αιώνα από έναν ανθρωπιστή ιατρό, του οποίου το προφίλ σκιαγραφώντας γνωρίζουμε έναν άνθρωπο της προσφοράς, της ομορφιάς, της αλληλεγγύης… έναν άνθρωπο φτιαγμένο από φως στην ψυχή, το ίδιο φως της Ελλάδας που τόσο λατρεύει.

Κι αυτό που τελικά κατέκτησε όλα αυτά τα χρόνια θυσίας κι αλτρουισμού, δεν ήταν μόνο οι εμπειρίες και οι φιλίες ή οι διακρίσεις, αλλά αυτό το φως αγιότητας που θα έπρεπε να πηγάζει μέσα από όλους μας, προτρέποντάς μας στο να γίνουμε «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν». Κι αν κάτι μετανιώνω για την ημέρα της παρουσίασης, είναι που του έσφιξα δυνατά το χέρι, ενώ θα έπρεπε να το φιλήσω, ως ένδειξη σεβασμού, αφού με αυτά τα χέρια φρόντισε, παρηγόρησε και πρόσφερε ανιδιοτελή αγάπη, σε εκείνους που η κοινωνία με περισσή ευκαιρία διέγραψε από τα κιτάπια της για πολλά χρόνια.

Θα κλείσω με έναν προβληματισμό απόρροια όχι μόνο του βιβλίου αλλά και της αλυσιδωτής αντίδρασης που αυτό μου δημιούργησε ώστε να αναζητήσω την ιστορία του τότε και των τελευταίων ετών. Είναι γεγονός πως στα χρόνια αυτά που μεσολάβησαν από το κλείσιμο του νησιού και τη μεταφορά των ασθενών στην Αγία Βαρβάρα, χάθηκαν και χάνονται σταδιακά οι κάτοικοι των γύρω κοινοτήτων που συνυπήρξαν με τα μέλη της κοινότητας της Σπιναλόγκας, σε αυτή την ιδιόμορφη κοινωνική κατάσταση.

Εκείνοι που έζησαν την αναχώρηση στην προβλήτα, εκείνοι που εργάζονταν στις κοινότητες και διέγραφαν από τα αρχεία των ληξιαρχείων τους νοσούντες, εκείνοι που περνούσαν μπροστά από το νησί κι έβλεπαν απέναντι μια κοινωνία τόσο κοντά και τόσο μακριά τους, τόσο ίδια και τόσο διαφορετική ταυτόχρονα, εκείνοι που διατηρούσαν εμπορικές συναλλαγές με τους κατοίκους της… και δυστυχώς μαζί με αυτούς τους ανθρώπους χάνονται τα βιώματά τους και η συλλογική μνήμη του πόνου.

Αντιθέτως, αυτό με το οποίο ανατρέφονται τα δικά μας παιδιά, είναι η συνύπαρξη με ένα ακόμα τουριστικό αξιοθέατο χωρίς εμβάθυνση στην ουσία. Κι αυτός ο προβληματισμός πρέπει να μας ενεργοποιήσει ώστε να μην σταματήσουμε στιγμή να αγωνιζόμαστε όλοι μας, καθένας από το δικό του μετερίζι, μέχρι που το νησί αυτό, να βρει την θέση του ως σύμβολο του ανθρώπινου πόνου που προκαλεί το στίγμα, στην παγκόσμια συνείδηση.

Η Περιφέρεια Κρήτης στηρίζοντας την έκδοση του παρόντος βιβλίου μας έδωσε την ευκαιρία να μελετήσουμε, να στοχαστούμε, να εξελιχθούμε και – ας μου επιτραπεί ο όρος – να ανασχεδιαστούμε, σε πολλά διαφορετικά επίπεδα σχετικά με την βαθύτερη ουσία που κρύβεται στην ιστορία του τόπου μας και στο πώς αυτή διαμόρφωσε τον χαρακτήρα της τοπικής μας κοινωνίας και γι’ αυτό θα πρέπει να διαβαστεί από όλους.

Ευχή μου κι όνειρό, όπως και του ίδιου του συγγραφέα Julien Grivel, γι αυτό τον τόπο που τόσο αγαπά, αυτό που περιγράφει ο Επαμεινώνδας Ρεμουντάκης στην αυτοβιογραφία του, για μια μέρα που “… οι άνθρωποι θα επισκέπτονται το νησάκι της Σπιναλόγκας, που θα αφιερωθεί στους διακριτικούς μάρτυρες, τους δυστυχισμένους λεπρούς και θα γονατίζουν, θέλοντας να πλύνουν με τα δάκρυά τους την ντροπή για όλα όσα συνέβησαν εκεί μέσα”.

(*) Η κ. Ευαγγελία Φανουράκη είναι υγιεινολόγος MPh και  αντιδήμαρχος Δημόσιας Υγείας και Δημοσίων Σχέσεων του Δήμου Αγίου Νικολάου