WWF Ελλάς: Οι ευθύνες των αιρετών στις καταστροφικές πλημμύρες της Κρήτης
Με το μάτι στις εκλογές γίνονται τα έργα στη χώρα μας, όπως αποδείχτηκε και στις πρόσφατες καταστροφές σε Αγία Πελαγία και Σητεία. Το παραπάνω αναφέρεται ούτε λίγο ούτε πολύ σε άρθρο της WWF Ελλάς με τίτλο «Καταστροφικές πλημμύρες στην Κρήτη: Στο ίδιο έργο θεατές».
Το άρθρο κάνει την εξής αναδρομή:
Οκτώβριος 2017. Ο «Δαίδαλος» επισκέπτεται την Κρήτη και δημιουργεί σημαντικά προβλήματα, κυρίως στην ευρύτερη περιοχή των Χανίων και στην Ιεράπετρα.
Φεβρουάριος 2019. Σημαντικές καταστροφές με εκκενώσεις οικισμών, καταρρεύσεις γεφυριών και μια ανθρώπινη απώλεια από την κακοκαιρία «Ωκεανίς» που χτύπησε κυρίως τα Χανιά.
Νοέμβριος 2020. Ένα κύμα κακοκαιρίας επισκέπτεται την Κρήτη και προκαλεί τεράστιες καταστροφές, ιδιαίτερα σε περιοχές στο βόρειο τμήμα του νησιού, όπως οι Γούρνες, οι Κάτω Γούρνες και η Ανάληψη Χερσονήσου.
Οκτώβριος 2022. Λίγο πριν κλείσουμε τα δύο χρόνια από τον Νοέμβριο του 2020, μια νέα κακοκαιρία σημειώθηκε στο βόρειο τμήμα του νησιού, προκαλώντας καταστροφές, κυρίως στην Αγία Πελαγία και στην πόλη της Σητείας, αλλά και απώλειες ανθρώπινων ζωών.
Όπως αναφέρει η έκθεση κάτι έχει αλλάξει κυρίως μετά το 2017-2018: Στο πλαίσιο της πολιτικής προστασίας, άρχισαν να διατίθενται πολύ περισσότερα κονδύλια για την αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών. «Τα κονδύλια όμως αυτά διατίθενται σε «αντιπλημμυρικά» τα οποία ακόμα και σαν ιδέα είναι παρωχημένα και τελικά αποτυχημένα, που συνήθως εντείνουν το πρόβλημα και το μεταφέρουν χρονικά λίγο αργότερα χωρίς να προσφέρουν τελικά λύσεις. Αυτές οι πρωτοβουλίες γίνονται κυρίως αποσκοπώντας κοντόφθαλμα οφέλη, στοχεύοντας στο μικρότερο δυνατό κόστος για τους πολίτες ώστε να μην υπάρχουν επιπτώσεις στην επόμενη εκλογική περίοδο.
Πρόκειται για έργα “fast track”, όπως για παράδειγμα καθαρισμοί (απογύμνωση) της κοίτης ποταμών από την παρόχθια βλάστηση, εκβαθύνσεις ποταμών και δημιουργία αναχωμάτων, και εγκιβωτισμός της κοίτης με τσιμέντο και συρματοκιβώτια (ζαρζανέτ), κ.α. Αυτά τα έργα γίνονται χωρίς ουσιαστική μελέτη των μηχανισμών που προκαλούν τις πλημμύρες· θα τολμούσαμε μάλιστα να πούμε ότι οι πραγματικοί λόγοι δεν φαίνεται να απασχολούν κανένα τμήμα της κοινωνίας -εκτός από λίγους- μιας και αυτό θα σήμαινε σημαντικές αλλαγές στον τρόπο που σκεφτόμαστε και σχεδιάζουμε και θα απαιτούσε άπειρους συμβιβασμούς και γενναίες αποφάσεις σε όλα τα κοινωνικά και οργανωτικά επίπεδα», τονίζεται.
Σε πολιτικό επίπεδο, αναφέρεται πως ουσιαστική ευθύνη έχουν οι αιρετοί, τόσο στην κεντρική εξουσία, όσο και στις Περιφέρειες.
Σε επίπεδο στρατηγικού σχεδιασμού, αναφέρεται πως «τις στρατηγικές κατευθύνσεις σε επίπεδο λεκανών απορροής για την αντιμετώπιση των πλημμυρικών φαινομένων, τη δίνουν τα Σχέδια Διαχείρισης Κινδύνων Πλημμύρας (ΣΔΚΠ). Και ενώ τα πρώτα σχέδια που απέκτησε η χώρα δημοσιεύτηκαν το 2018 (πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες είχαν ήδη τέτοια σχέδια πριν ακόμα από την Οδηγία 2007/60/ΕΚ), θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι δεν έφεραν την επανάσταση στον τρόπο που αντιμετωπίζουμε προληπτικά αυτά τα φαινόμενα. Αυτό βέβαια οφείλεται σε πολλούς λόγους:
Τα ΣΔΚΠ έχουν συνταχθεί λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, ιστορικά στοιχεία πλημμυρών και το ανάγλυφο των περιοχών, ωστόσο δεν έχουν συμπεριλάβει τις αλλαγές στις χρήσεις γης και την τεράστια οικιστική ανάπτυξη που έχει συντελεστεί στη χώρα μας τις τελευταίες δεκαετίες, ιδιαίτερα σε παράκτιες και τουριστικές περιοχές. Έτσι, τα πλημμυρικά φαινόμενα συμβαίνουν συνήθως μέσα σε οικισμούς, όπου τα εποχικά ρέματα και οι χείμαρροι είναι μπαζωμένοι και έχουν μετατραπεί σε δομημένες επιφάνειες (δρόμοι, πλατείες, δημόσια κτήρια και ιδιωτικές εκτάσεις). Ωστόσο, τα ΣΔΚΠ δεν λαμβάνουν υπόψη αυτές τις «νέες» συνθήκες.
Η οδηγία έχει φτιαχτεί έχοντας ως αναφορά τις μεγάλες λεκάνες απορροής της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης και όχι τις μικρές, κατακερματισμένες από το ορεινό ανάγλυφο και το νησιωτισμό λεκάνες της νότιας Ευρώπης και της Ελλάδας. Έτσι, ενώ σε μεγάλες λεκάνες της χώρας, τα πρωτογενή στοιχεία και η ανάλυση του κινδύνου είναι σε καλό επίπεδο (π.χ. Θεσσαλία), σε μικρότερες περιοχές (π.χ. Κρήτη), τα ΣΔΚΠ έχουν αποτύχει τελείως να προβλέψουν τις πλημμύρες που συνέβησαν τα τελευταία χρόνια.
Ακόμα και στα ΣΔΚΠ που έχει γίνει μια πολύ καλή πρωτογενής μελέτη, το σκέλος που αφορά στις προτάσεις μέτρων εστιάζει κυρίως σε business as usual λύσεις (δεξαμενές ταμίευσης, φράγματα, καθαρισμοί ποταμών, κ.α.). Εδώ, ταιριάζει το slogan γνωστής διαφήμισης: «αυτό ξέρουμε, αυτό εμπιστευόμαστε».»
Επισημαίνονται ελλείψεις σε επίπεδο υπηρεσιών ενώ για τη χωροταξία και την πολεοδόμηση τονίζεται πως «από όπου και να το πιάσει κάποιος αυτό το σκέλος, δύσκολα θα βρει άκρη. Η εκτός σχεδίου δόμηση είναι ένα από τα πολλά προβληματικά σημεία, που έχει επισημανθεί άπειρες φορές, και μαζί με την άναρχη πολεοδόμηση και την αυθαίρετη/παράνομη δόμηση πραγματικά είναι οι κύριοι υπεύθυνοι για τα τρομερά καταστροφικά συμβάντα που βλέπουμε στην Κρήτη τα τελευταία χρόνια. Οι ευθύνες βαραίνουν ξεκάθαρα το ελληνικό κράτος και την πάγια αποστροφή του στον ολοκληρωμένο χωροταξικό σχεδιασμό του παράκτιου χώρου, του αιγιαλού και των παραλιών.
Θα τα αναφέρουμε καθαρά για να μην υπάρχει περιθώριο παρανόησης: οι πλημμύρες γίνονται όλο και πιο καταστροφικές γιατί τα ρέματα έχουν μπαζωθεί και έχουν μετατραπεί σε δρόμους και κτήρια ή σε υπόγεια τσιμεντωμένα κανάλια, ενώ τα πλημμυρικά πεδία έχουν γίνει σπίτια και ξενοδοχεία. Οι τεχνικές βραχυπρόθεσμες λύσεις που προωθούνται, απλά κάνουν το πρόβλημα εντονότερο!».
Για τους πολίτες, σημειώνεται πως είμαστε συνένοχοι «εάν έχουμε συμβάλει με ένα παράνομο οίκημα μέσα στην κοίτη του ποταμού ή πάνω στον αιγιαλό και την παραλία, το οποίο στη συνέχεια νομιμοποιήσαμε με τα σχετικά εργαλεία που μας παρείχε η πολιτεία (η ευθύνη του ενός δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει ευθύνη του άλλου).
Αν έχουμε υποστηρίξει με τις κινήσεις μας, την ψήφο μας, την ανοχή μας αλλά και τη στάση μας ως πολίτες, καταναλωτές και επισκέπτες, τη βραχυπρόθεσμη ανάπτυξη αγνοώντας ή αδιαφορώντας για το περιβάλλον και τους φυσικούς πόρους.
Είτε εάν δεν αντιδράσαμε σε «αυθαίρετα» έργα και κατασκευές που κυρίως προωθούν οι τοπικές δημοτικές και περιφερειακές αρχές».
Οι λύσεις
Στην έκθεση αναφέρεται πως λύσεις υπάρχουν για την αντιμετώπιση των έντονων πλημμυρικών φαινομένων και των καταστροφών που επιφέρουν. Αυτές μπορεί να περιλαμβάνουν τεχνικά έργα (π.χ. έργα ορεινής υδρονομίας, μικρά φράγματα ανάσχεσης, κ.α.), ωστόσο θα πρέπει σίγουρα να περιλαμβάνουν και υπηρεσίες και λύσεις που προσφέρει η ίδια η φύση (Nature-based solutions).
Ενδεικτικά, αναφέρονται η αποκατάσταση των ποταμών και της παρόχθιας βλάστησης, η αποκατάσταση των υγροτόπων και των πλημμυρικών περιοχών, και εν τέλει η δημιουργία ελεύθερων χώρων ώστε τέτοια φαινόμενα να εκτονώνονται χωρίς να δημιουργούν καταστροφές. Αυτό όμως δεν έρχεται χωρίς υποχωρήσεις, όπως η απομάκρυνση όλων των αυθαίρετων, «νόμιμων» ή παράνομων κατασκευών που κλείνουν τις κοίτες, τους υγροτόπους και τα πλημμυρικά πεδία.