Γιατί τόση βία;

του Γιάννη Μοσχονά

Το είπαν στις ειδήσεις: «Νεαρή γυναίκα δολοφονήθηκε στο δρόμο μπροστά σε πολύ κόσμο. Η άτυχη γυναίκα δέχτηκε το πρώτο χτύπημα από τον θύτη, αλλά επανέκτησε τη δύναμή της και προσπάθησε να ξεφύγει. Ο δράστης της επιτέθηκε ξανά και αυτή τη φορά θανάσιμα. Η κοπέλα βρισκόταν ανάμεσα σε πλήθος κόσμου, αλλά δεν την βοήθησε κανένας».

Σας θυμίζει κάτι αυτή η είδηση; Θα μπορούσε να είναι μια από τις πολλές άσχημες ειδήσεις των ημερών που φιλοξενούνται στα διάφορα αστυνομικά δελτία. Κι όμως, η είδηση αυτή αφορά τη δολοφονία της Kitty Genovese που διαπράχθηκε σε δρόμο της Νέας Υόρκης το 1964. Οι κοινωνικοί ψυχολόγοι Bibb Latane και John Darley, δήλωναν τότε συγκλονισμένοι από την τόσο απροκάλυπτη απουσία παρέμβασης από τους παθητικούς θετές της εν ψυχρώ δολοφονίας της άτυχης γυναίκας.

Αυτό το περιστατικό ωμής βίας οδήγησε τους ερευνητές της εποχής στην αναπαραγωγή μιας σειράς μελετών, που αντέτειναν στη θεώρηση της ομάδας ή του πλήθους. Σύμφωνα με αυτήν την θεώρηση, οι παρευρισκόμενοι ενός περιστατικού βίας, ίσως αποτελούν πηγή υποκίνησης αρνητικών ενεργειών, όπως για παράδειγμα σε περιπτώσεις ομαδικής βίας.

Η συγκεκριμένη θεώρηση εξηγεί μερικώς την απουσία βοήθειας ατόμων που κινδυνεύουν, αλλά και οδηγεί στο αναπόφευκτο συμπέρασμα ότι, οι συνωστισμένες πόλεις είναι επικίνδυνες και ότι κανένας δεν θα σε βοηθήσει αν απειλείσαι. Φαινομενικά ζούμε σε μια κοινωνία που χαρακτηρίζεται από κοινωνικές αξίες και επικρατεί η κοινωνική τάξη.  Στην πραγματικότητα όμως κανείς δεν εγγυάται την ασφάλεια ενός ανθρώπου που ζει μέσα σε αυτήν την κοινωνία. Έτσι, θα συνεχίσουμε διαχρονικά να αναζητούμε απεγνωσμένα, τα «γιατί;» που ακολουθούν, μετά από ειδεχθείς τίτλους ειδήσεων.

Ας δούμε όμως πρώτα τι εννοούμε όταν αναφερόμαστε στον όρο «βία»: «Βία είναι το φαινόμενο κατά το οποίο κάποιο άτομο ή ομάδα ατόμων προσπαθούν με ποικίλους τρόπους καταναγκασμού στο σωματικό, ψυχοπνευματικό, οικονομικό, κοινωνικό ή άλλο επίπεδο, να επιβάλουν τη θέλησή τους και να στερήσουν από άλλους την ελευθερία τους ή να τους επηρεάσουν προς ίδιον όφελος ή και για άλλους λόγους». Τη βία τη συναντάμε σε τρεις κύριες εκδοχές: Την σωματική, την ψυχολογική και τη συναισθηματική βία. Με βάση αυτές τις μορφές η βία διαχωρίζεται σε λεκτική βία, σε απειλές, εκφοβισμούς, εκβιασμούς, σε εξαναγκασμό, σε οικονομική βία-εκμετάλλευση, σε συμπεριφορές παρενόχλησης και σε σεξουαλική βία.

Δυστυχώς, όλα τα είδη βίας απασχολούν διαρκώς, σχεδόν καθημερινά, και την δική μας κοινωνία. Παλαιότερα μιλούσαμε για τη βία στα γήπεδα και παίρναμε τότε μέτρα για να την περιορίσουμε. Σήμερα η βία είναι παντού και δεν περιορίζεται. Είναι στα σχολεία, στα πανεπιστήμια, στα γήπεδα, στους χώρους άθλησης, στις γειτονιές, στους δρόμους, στα μέσα μεταφοράς, στα καταστήματα, στους χώρους εργασίας, στους χώρους αναψυχής, στα σκοτεινά κανάλια του διαδικτύου, στα γειτονικά μας διαμερίσματα.

Πού να χωρέσει πια τόση βία στις οθόνες μας; Οι τηλεοράσεις «μεταπουλάνε» τη βία της κοινωνίας σε τιμή «ευκαιρίας». Από την υπερέκθεση που υποβαλλόμαστε καθημερινά σε σκληρές εικόνες αγριότητας – με αποδέκτες ακόμα και μικρά παιδιά – κοντεύουμε να εξοικειωθούμε με το έγκλημα. Το κάθε περιστατικό βίας διαφέρει από τα προηγούμενα μόνο ως προς τις λεπτομέρειές του. Δηλαδή, τον τόπο και τον χρόνο που διαπράχθηκε, το θύμα και τον θύτη. Η βαρβαρότητα είναι παντού, υπονομεύοντας τον πολιτισμό μας.

Τα θύματα της βίας είναι συνήθως γυναίκες, παιδιά, ηλικιωμένοι, πρόσφυγες, ανυπεράσπιστα ζώα και ασθενείς κοινωνικές ομάδες. Εκείνοι που ασκούν τη βία, δεν αναγνωρίζουν αξίες και ιδανικά, και δεν διακατέχονται από ανθρώπινα συναισθήματα. Κάποιοι από αυτούς είναι ευέξαπτα άτομα που δεν μπορούν να διαχειριστούν τον θυμό και την οργή τους.

Κάποιοι άλλοι πάλι, διαπράττουν τα εγκλήματά τους σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, ικανοποιώντας τα αρρωστημένα πάθη τους και τις σκοτεινές διαστροφές τους.     Τα περιστατικά βίας διαδέχονται το ένα το άλλο με τόσο γρήγορους ρυθμούς, που αδυνατούμε να τα παρακολουθήσουμε και να τα επεξεργαστούμε. Όσο στυγερό και να είναι το έγκλημα, γρήγορα απομυθοποιείται αμέσως μόλις έρθει στην επικαιρότητα το επόμενο έγκλημα.

Τουλάχιστον εκατό φρικιαστικά εγκλήματα έχουν διαπραχθεί στη χώρα μας τις τελευταίες δεκαετίες. Εδώ και αρκετές δεκαετίες η ελληνική κοινή γνώμη συνταράσσεται από φαινόμενα βίας και αποτρόπαια εγκλήματα. Με το που αποκαλύπτονται αυτά, πολλοί μιλούν για «πρωτοφανείς δολοφονίες», αγνοώντας βεβαίως τα ελληνικά εγκληματολογικά χρονικά. Οι δραματικές συγκυρίες, ο ψυχισμός των δραστών, οι συνεχείς προσπάθειες «εξαφάνισης» των θυμάτων και η υποκρισία της κοινωνίας, συνθέτουν ένα μακάβριο επαναλαμβανόμενο σκηνικό.

Πολλοί είναι εκείνοι που θέλησαν να «φορτώσουν» τις ευθύνες για την εγκληματικότητα των τελευταίων χρόνων στην πανδημία, επικαλούμενοι τις ψυχοσωματικές επιπτώσεις του εγκλεισμού στην συμπεριφορά των ανθρώπων. Άλλοι πάλι ενοχοποίησαν την παρατεταμένη οικονομική κρίση που προηγήθηκε και κάποιοι άλλοι δαιμονοποίησαν τα κοινωνικά δίκτυα.

Προφανώς και θα έχει τη δική της συμβολή η πανδημία στην έξαρση των φαινομένων βίας. Είναι φυσικό μια οικονομική κρίση να επιτείνει την εγκληματικότητα. Είναι επόμενο, τα κοινωνικά δίκτυα ως μέσα επικοινωνίας να προβάλλουν την πράξη βίας, επηρεάζοντας ίσως μόνο εκείνους που θα ασκούσαν βία, ούτως ή άλλως. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι, πριν από την πανδημία του κορονοϊού, πριν από το ξέσπασμα οποιασδήποτε οικονομικής κρίσης και βεβαίως πριν ακόμα και από την ανακάλυψη του διαδικτύου, η ανθρωπότητα δοκιμαζόταν ήδη από την «πανδημία της ανθρώπινης βαρβαρότητας».

H ανθρώπινη βία είναι τόσο παλιά όσο και ο άνθρωπος. Η  ιστορία του είναι ένα λουτρό αίματος (William James). Η βία αποτελεί ένα διαχρονικό και παγκόσμιο φαινόμενο. Προσεγγίζοντάς το ιστορικά, θα διαπιστώσουμε ότι, όχι μόνο δεν εξέλειπε ποτέ από τις ανθρώπινες κοινωνίες, αλλά αντίθετα, προγενέστερες κοινωνίες χαρακτηρίζονταν από εντονότερες και συχνότερες μορφές βίας. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ο σύγχρονος πολιτισμένος άνθρωπος, με τα μέσα που διαθέτει, θα πρέπει να αποδέχεται μοιρολατρικά τα φαινόμενα βίας ως κατάλοιπα της ανθρώπινης φύσης. Αντίθετα οφείλει να τα καταπολεμά, να τα περιορίζει και πρωτίστως να τα αποτρέπει. Η βασικότερη αποτρεπτική δύναμη ενάντια στη βία, είναι η Παιδεία. Και το γνωρίζουμε αυτό από πολύ παλιά…

Σε δημοσκοπικές έρευνες που κατά καιρούς πραγματοποιούνται στη χώρα μας, που αφορούν ζητήματα εγκληματικότητας περισσότερο από το 93% των ερωτηθέντων πολιτών που λαμβάνουν μέρος σε αυτές, δηλώνει ότι επιθυμεί την αυστηροποίηση των ποινών για σοβαρά εγκλήματα. Υπάρχουν κι εκείνοι που προτείνουν ακόμα και την θανατική ποινή.

Μιας και μιλάμε όμως για βία, τυχαίνει η σημερινή ημέρα, η 2η μέρα του Νοέμβρη, να είναι η «Παγκόσμια Ημέρα για τον Τερματισμό της Ατιμωρησίας για Εγκλήματα Κατά των Δημοσιογράφων». Αλήθεια, πώς αισθάνονται σήμερα τιμώντας ετούτη τη μέρα, τόσο η Ελληνική Αστυνομία όσο και η Ελληνική Δικαιοσύνη, για την παταγώδη αποτυχία τους να εξιχνιάσουν και να αποδώσουν δικαιοσύνη στην υπόθεση της εν ψυχρώ δολοφονίας που διαπράχθηκε πριν από ενάμιση χρόνο, μέρα μεσημέρι στον Άλιμο, με θύμα τον αείμνηστο δημοσιογράφο-ερευνητή και πρώην αστυνομικό συντάκτη Γιώργο Καραϊβάζ;

Κάποια σοβαρά εγκλήματα όσο δεν διαλευκαίνονται, θα παραμένουν διαχρονικά μελανά στίγματα, ως αποτυχημένες ιστορικές στιγμές μιας ευνομούμενης Πολιτείας που δεν κατάφερε να ανταποκριθεί στο ρόλο της. Εμείς πάντως, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ποτέ πως η βία είναι το όπλο των αδύναμων.

https://moschonas.wordpress.com

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει