Η δική μου γενιά δεν γνώρισε πόλεμο, δεν μάτωσε, δεν πολέμησε, όπως οι προγονοί μας, πατεράδες και παππούδες μας. Ζήσαμε όμως τα απόνερα των πολέμων. Με λίγα λόγια, φτώχεια, μιζέρια, κακομοιριά.
Θυμάμαι την δεκαετία του 1950 που στο χωριό μου στους Ασσυρώτους (το σημερινό Κρυονέρι) ερχόντανε διακονιαρές, από την μαρτυρική επαρχία της Βιάννου και όταν ρωτούσες κάποια από αυτές, “από ποιο χωριό είσαι θειά;” αυθόρμητα εκείνη σου απαντούσε, “από τα καμένα χωριά παιδί μου”.
Ψηλές, λυγερόκορμές, ξερακιανές, στα μαύρα βουτηγμένες, κρατούσαν και ένα βεργαλάκι όπου με τα πόδια αλώνιζαν ολόκληρη την Κρήτη. Κάθε μια από αυτές ζούσε το δικό της δράμα. Είχανε όμως ένα σκοπό. Να αναθρέψουν τα ορφανά, να τα μεγαλώσουν, να σπουδάσουν τα κοπέλια τα αρσενικά και να παντρέψουν της κοπελιές.
Μετά από χρόνια, το βεργαλάκι που κρατούσαν για ακουμπιστήρα, το έτρωγε ο δρόμος, το κρεμούσαν σε μια γωνιά του σπιτιού τους και έπαιρναν άλλο, κι άλλο…
Τα κορίτσια μεγάλωναν, έπρεπε να τα παντρέψουν, τους πιο πολλούς νέους, τους είχε φάει ο πόλεμος οι υποψήφιοι γαμπροί λιγοστοί και ακριβοπληρωμένοι. Ρωτούσε λοιπόν ο προξενητής “η κοπελιά πόσων βεργών είναι;’ για να το μεταφέρει στον υποψήφιο γαμπρό. Γιατί ανάλογα με πόσες βέργες είχανε καταλυθεί, υπολόγιζαν και τα προικιά τους.
Οι κοπελιές που περίσσευαν έμπαιναν στα καράβια για την Αυστραλία, με μια φωτογραφία στο χέρι, να συναντήσουν τον γαμπρό. Ήτανε και αυτό, άλλη μια καταστροφή για το έθνος μας.
Τώρα μπορεί να μου πείτε γιατί σήμερο τα γράφεις όλα αυτά; Πρώτα, πρώτα γιατί η μάνα αδικείται. Εγώ θα ήθελα σε κάθε άγνωστο στρατιώτη στην πατρίδα μου να υπάρχει δίπλα του η άγνωστη μάνα και να τους τιμούμε μαζί.
Στην πρόταση μου αυτή έχω τους μάρτυρές μου…
-Κι Ομαλός κατέχει το, κι ο γέρος Ψηλορείτης,
αυτές σηκώσαν το σταυρό, τσ’ αντίσταση της Κρήτης.
*Ο Νίκος Σκουραδάκης του Κων/νου είναι συνταξιούχος εμποροράφτης.