Η επανεξέταση των Λατινικών, που έκανε πρεμιέρα στις φετινές Πανελλήνιες, μας έφερε μια imitatio της παλαιότερης συνθήκης των δεσμών και των κατευθύνσεων.
Με την επαναφορά των Λατινικών και την αντικατάσταση της Κοινωνιολογίας για την εισαγωγή στις πανεπιστημιακές σχολές των ανθρωπιστικών και των κοινωνικών επιστημών, οι εισιτήριες εξετάσεις ανέκτησαν τον αρχαιογνωστικό προσανατολισμό τους.
Πόσο η θριαμβευτική επιστροφή της εξέτασης της λατινικής γλώσσας και γραμματείας είναι μία sine qua non προϋπόθεση για την ένταξη στην ακαδημαϊκή ζωή, το ερώτημα παραμένει ένα επιχείρημα μετέωρο ανάμεσα στην ανθρωπιστική οικουμενικότητα urbi et orbi και στην αρχαιολατρία.
Στον σύγχρονο κόσμο της απόλυτης παγκοσμιοποίησης, η λατινική γλώσσα μοιάζει ab intio παρωχημένη, prima facie εκτός θέματος ή ακόμα και άχρηστη a priori.
Όμως, πόσο καλά ξέρουμε την ιστορία των κλασικών γλωσσών, όταν αγνοούμε ab ovo τη συνάφεια των επιστημών και της ειδικής ορολογίας με την κλασική ανθρωπιστική εκπαίδευση; Ο ίδιος ο ρήτορας Κικέρων είχε επισημάνει την χρησιμότητα της ουμανιστικής εκπαίδευσης από τον 1ο αιώνα ante Christum με τον όρο «studia humanitatis». Ο homo humanus είναι ο Ρωμαίος πολίτης ο οποίος υπερέχει των υπολοίπων, ως primus inter pares, για την ελληνική του παιδεία και αρχαιογνωσία. Οι ουμανιστικές προσεγγίσεις αφορούν verbatim σε εκλογικευμένες αναλύσεις.
Αναμφίβολα, ο ρωμαϊκός κόσμος είναι μία έκτυπη, αλλά όχι αμελητέα συνθήκη, από τη στιγμή που μπόλιασε τις παγκόσμιες εθνικές γλώσσες με νέο λεξιλόγιο υψηλής ανάλυσης και ακρίβειας σε όλο το επιστημονικό φάσμα.
Προσωπικά δεν ξέρω πως αλλιώς να προσδιορίσω το corpus των κειμένων στη γλωσσολογία ή το veto στις διεθνείς σχέσεις– η ελληνικότερη αρνησικυρία για το veto βεβαίως είναι αρμόζουσα, αλλά αμφιβάλλω πόσοι Έλληνες γνωρίζουν επακριβώς την αντιστοιχία της στη νέα ελληνική γλώσσα, ενώ το corpus παραπέμπει αντίστοιχα σε καλογυμνασμένους κοιλιακούς ή καλλίπυγες influencers!
Οι κοινωνικές επιστήμες, αντιθέτως, απουσιάζουνε πλέον επισήμως από το σχολικό curriculum. Η ψυχολογία, η κοινωνιολογία, η κοινωνική ανθρωπολογία, αλλά οι οικονομικές και οι πολιτικές επιστήμες, όπως η νομική και το δίκαιο, δεν διδάσκονται πια ούτε μία ώρα στη γενική παιδεία. Μόνη εξαίρεση, το εξαιρετικό βιβλίο για την «Πολιτική Παιδεία» στην Α΄ Λυκείου, ένα εγχειρίδιο με ολιστικό ωστόσο προσανατολι- σμό του πολίτη, ένα απαραίτητο βοήθημα για την έκθεση στις ακόλουθες τάξεις και στις Πανελλήνιες.
Όλες οι κοινωνικές επιστήμες μας καλλιεργούν, όχι μόνο τη συλλογικότητα ή την κοινωνική συνείδηση, αλλά την ίδια την σκέψη, άλλωστε cogito ergo sum. Πράγματι, απορίας άξιον είναι πώς αυτή η lacuna της νεοελληνικής εκπαίδευσης θα αναπληρωθεί, σύντομα ελπίζω, γιατί η ελληνική πολιτεία όντως οφείλει να επανεξετάσει το θέμα προς όφελος των επιστημών του ανθρώπου και της εναρμονισμένης κοινωνίας του.
Η διδασκαλία της κοινωνικής ανθρωπολογίας exempli gratia δεν είναι παρά μία πρόταση, καθώς η επιστήμη αυτή ενσωματώνει όλες τις κοινωνικές σπουδές και κάνει τη γέφυρα με τις ανθρωπιστικές επιστήμες επάξια. Δεν γνωρίζω εάν η παρούσα τοποθέτηση είναι casus belli ανάμεσα στα Λατινικά και στην Κοινωνιολογία, όμως mutatis mutandis αυτό είναι το υπάρχον status quo.
Εάν επανεξετάσουμε τα γνωστικά αντικείμενα στο σημερινό σχολείο, η επάνοδος των Λατινικών είναι ένα de facto δεδομένο, ενώ οι κοινωνικές επιστήμες είναι μάλλον ένα ζητούμενο de jure. Σε κάθε περίπτωση, επειδή scripta manent, ομολογώ ότι η συνύπαρξη από την Α΄ Γυμνασίου όλων των επιστημονικών κλάδων, υγείας, θετικών, ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών, άπαντες μας αφορά άμεσα, καθώς οι νεαροί έφηβοι και έφηβες, tabula rasa γάρ, θα αφομοιώνουν γρηγορότερα τα ανθρωπιστικά ιδεώδη με τρόπο γόνιμο και δημιουργικό.
Η παρωχημένη εικόνα της Λατινικής στην εκπαίδευση είναι ένα επιχείρημα ad populum, αλλά μάλλον σας έχω ήδη εξηγήσει γιατί…
*Η Γεωργία Τσατσάνη είναι φιλόλογος – συγκριτολόγος