Η απώλεια είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με τη ζωή, ίσως γιατί η ίδια η ζωή είναι ροή, μεταβολή, αλλαγή, και η ροή αυτή προσδιορίζεται από την απώλεια του παλιού, επάνω στην οποία δομείται το καινούριο. Παρόλο που πολλοί από μας έχουμε μια ψευδαίσθηση σταθερότητας, καθημερινά βιώνουμε ένα ευρύ φάσμα απωλειών. Χάνουμε φιλίες, συντρόφους, εργασιακά περιβάλλοντα, συνεργάτες, κατοικίδια, περιουσία, το μέρος που μεγαλώσαμε, τις αντιλήψεις μας, τη νεότητα, την υγεία μας.
Κάθε μορφή απώλειας, είτε πρόκειται για την απώλεια ενός ανθρώπου ή μιας κατάστασης, είναι και ένας θάνατος για τον οποίο ο κάθε άνθρωπος πενθεί με τον δικό του, μοναδικό τρόπο. Αν σκεφτούμε την απώλεια με μια πιο διευρυμένη οπτική, καταλαβαίνουμε ότι αυτό που πραγματικά έχουμε χάσει, αυτό για το οποίο πενθούμε, είναι το νόημα που έδινε στην ζωή μας ο άνθρωπος που έφυγε ή η κατάσταση που μεταβλήθηκε. Μάλιστα, όσο περισσότερο νοηματοδοτεί μια σχέση στη ζωή μας, τόσο πιο σημαντικό ρόλο έχει στη διαμόρφωση της ταυτότητάς μας και τόσο περισσότερο οδυνηρή θα είναι η απώλεια.
Σε κάθε απώλεια που βιώνουμε, αφήνουμε πίσω παλιότερες εκδοχές του εαυτού μας, αλλάζουμε και αναδιαμορφωνόμαστε, ανάλογα με τη συναισθηματική μας ωριμότητα, την επίγνωση των καταστάσεων και την προοπτική που δίνουμε στη ζωή μας, ακόμα και όταν κουβαλάμε πληγές που ξέρουμε ότι δεν θα επουλωθούν. Οι σχέσεις, οι επιδιώξεις και τα όνειρα που χάθηκαν από την ζωή μας, αποτέλεσαν την καύσιμη ύλη ουσιαστικών αλλαγών, έγιναν η μαγιά για νέες ζυμώσεις. Επομένως, η προσωπική μας εξέλιξη και ανάπτυξη θεμελιώνεται ως έναν βαθμό, στην απώλεια. Άλλωστε, η αλλαγή δεν είναι μια ανέμελη, ευχάριστη και αναίμακτη διεργασία.
Ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου, για παράδειγμα, μπορεί να φέρει σημαντικές αλλαγές στον τρόπο σκέψης και τη ζωή μας, όχι μόνο λόγω της φυσικής απουσίας του ανθρώπου που φεύγει. Η μεταμορφωτική της δύναμη οφείλεται κυρίως στην συνειδητοποίηση και της δικής μας θνητότητας, του εύθραυστου της ζωής μας, κάτι που μοιάζει να μας διαφεύγει, όταν απορροφημένοι, σχεδόν υπνωτισμένοι από τις καθημερινές επιδιώξεις και υποχρεώσεις, συμπεριφερόμαστε σαν η ζωή και η συνέχιση της, να είναι μια δεδομένη κατάσταση.
Η ύπαρξη μας και η ύπαρξη των δικών μας ανθρώπων εκτιμάται λιγότερο όταν αντιμετωπίζεται ως αυτονόητη και υποβαθμίζεται στην αντίληψη μας. Αντίστοιχα, υποβαθμίζεται και το κριτήριο μας, όταν ιεραρχούμε τις προτεραιότητες μας, διαμορφώνουμε τις επιλογές μας και τη στάση μας απέναντι στον εαυτό μας και τους άλλους. Η απώλεια επομένως, είναι σοκαριστική όχι μόνο αυτή καθεαυτή, αλλά και γιατί έρχεται να μας ξυπνήσει από το λήθαργο, να μας καταστήσει περισσότερο συνειδητούς απέναντι στο δώρο της ζωής.
Από μια άλλη οπτική, η έλλειψη της φυσικής παρουσίας ενός ατόμου με το οποίο σχετιζόμασταν στενά έχει συνέπειες στην καθημερινότητα αλλά και στον προσδιορισμό της ταυτότητας μας. Αν είχαμε μάθει να στηριζόμαστε σε κάποιο πρόσωπο, ή αν αντιλαμβανόμασταν το ρόλο μας στη ζωή μέσα από τη σχέση μαζί του, τότε η απουσία του, μας αναγκάζει να στρέψουμε την προσοχή προς τα μέσα και να ανακαλύψουμε τις δικές μας δυνάμεις, να γίνουμε πιο ανεξάρτητοι ενδυναμώνοντας την ψυχική μας ανθεκτικότητα. Έτσι καταφέρνουμε να αποκτήσουμε μια πιο ολοκληρωμένη αίσθηση εαυτού, ως ένα ξεχωριστό, αυτόνομο και ανεξάρτητο άτομο που επιθυμεί την σύνδεση, αλλά όχι την συγχώνευση με τους άλλους.
Εν κατακλείδι, η εμπειρία της απώλειας μπορεί να μας αποκαλύψει καινούρια πεδία μάθησης και τρόπους επεξεργασίας του κόσμου. Το αναπότρεπτο του θανάτου και το εφήμερο της ζωής μπορεί να γίνει το εφαλτήριο για να επανανοηματοδοτούμε, να σκεφτόμαστε, να αισθανόμαστε.
* Η Γιάννα Χουρδάκη είναι ψυχολόγος – παιδοψυχολόγος