Στα τέσσερα χρόνια κατοχής της Κρήτης από τα φασιστικά στρατεύματα του Άξονα, χιλιάδες ήταν οι Κρητικοί που βρήκαν τον θάνατο από τις κάνες των ναζιστικών όπλων των στρατιωτών της Βέρμαχτ, εκατοντάδες χάθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Γ΄ Ράιχ, εκατοντάδες χάθηκαν κάτω από τις απάνθρωπες συνθήκες της καταναγκαστικής εργασίας. Μεταξύ των πατριωτών που έδωσαν το αίμα τους για την ελευθερία, ήταν και πολλοί Μικρασιάτες πρόσφυγες που είχαν έλθει στην Ελλάδα μετά την Καταστροφή. Ενδεικτικά αναφέρουμε:
Βασίλης Κιρκιμπίρης του Δημητρίου, (Ρουσοχώρια) Ο Βασίλης ήταν από τα Βουρλά της Μικράς Ασίας. Στον ξεριζωμό εγκαταστάθηκε στο χωριό Ρουσοχώρια και παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο την Ευθυμία. Από την πατρίδα του είχε μάθει να καλλιεργεί καπνά.
Το διπλανό χωριό Γεράκι, γιόρταζε την Αγία Άννα. Ήταν μια καλή ευκαιρία να πουλήσει καπνό. Πήρε το σακούλι του και πήγε στο Γεράκι. Στα καφενεία του χωριού ήπιε αρκετές ρακές. Στο χωριό βρίσκονταν και τρεις Γερμανοί. Ήπιε μαζί τους. Τα καπνά του τα ξεπούλησε. Με τους Γερμανούς αποφάσισαν να φύγουν μαζί . Ο Βασίλης θα πήγαινε στο χωριό του, οι Γερμανοί στο λόχο τους στο Αρκαλοχώρι. Πήραν το μονοπάτι. Ο Βασίλης γνώριζε Αγγλικά.
Στη σημερινή τοποθεσία που έχει χτιστεί ο Άγιος Τίτος, μεταξύ Γερακίου – Αρμάχας – Ρουσοχωρίων, έγινε το κακό.
Ο Βασίλης άρχισε να φωνάζει δυνατά, (λόγω της ζάλης του από τη ρακή):
Tod fur England! Tod fur England! Tod fur England! Δηλαδή ζήτω η Αγγλία!
Οι Γερμανοί ξαφνιάστηκαν. Τον πλησίασαν με νευρικότητα, τον έπιασαν από τους ώμους και του ζήτησαν να πει επιτακτικά:
Es lebe England!, δηλαδή Κάτω η Αγγλία!
Ο Βασίλης Κιρκιμπίρης άκουσε τη διαταγή των Γερμανών. Δεν έδωσε σημασία και συνέχισε να φωνάζει:
Tod fur England! Tod fur England! Tod fur England! Ζήτω η Αγγλία!, Ζήτω η Αγγλία! Ζήτω η Αγγλία!
Ένας από τους τρεις Γερμανούς έβγαλε το περίστροφο του και πυροβόλησε κατάστηθα τον Βασίλη. Ο Βασίλης λύγισε και έπεσε στο χώμα. Κατάλαβε, παρά τη μέθη του, γιατί τον πυροβόλησε ο Γερμανός. Πέφτοντας κάτω κοίταξε τους Γερμανούς στα μάτια. Και φώναξε για τελευταία φορά:
Tod fur England! Tod fur England! Tod fur England! Ζήτω η Αγγλία!
Ο ίδιος Γερμανός τον ξαναπυροβόλησε και δεύτερη φορά στο κεφάλι. Ο Βασίλης λύγισε και ξάπλωσε στο χώμα. Γέμισαν τα ρούχα του αίματα. Και ξεψύχησε.
Η είδηση ταξίδεψε στα Ρουσοχώρια. Οι συγχωριανοί του πήραν μία ξύλινη πόρτα. Έφτασαν στο σημείο που κείτονταν νεκρός. Τον τοποθέτησαν πάνω στην πόρτα και τον πήγαν στο χωριό. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας έγινε η κηδεία του. Ο Μικρασιάτης Βασίλης Κιρκιμπίρης έχασε τη ζωή του από έναν στρατιώτη της Βέρμαχτ. Ενός βάρβαρου κατοχικού στρατού που βαρύνεται με χιλιάδες εγκλήματα στην Κρήτη.
Μάλαμα Γκολέμη του Γεωργίου, (Ηράκλειο) Παιδί προσφυγικής οικογένειας η Μάλαμα Γκολέμη, του Γεωργίου και της Μαργής (το γένος Γερούση). Από το Βατζίκι του Τσεσμέ της Μικράς Ασίας, ήρθαν στο Ηράκλειο μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Τα αδέρφια της ήταν ο Αλέξανδρος, η Κυριακή και η Φωτεινή. Με την καλύτερη φίλη της Κυριακή Τσολακάκη ή Κική, σπούδασαν στο Διδασκαλείο του Ηρακλείου. Η Μάλαμα Γκολέμη είχε έναν ξάδελφο που υπηρετούσε ως υπάλληλος της Νομαρχίας Ηρακλείου, τον Μιχάλη Γκολέμη.
Μετά τις παραινέσεις του Μιχάλη Γκολέμη, οι φιλενάδες αποφάσισαν να δεχτούν τον διορισμό τους, η Κυριακή στη Σάμο και η Μάλαμα στην Καβάλα. Οι γονείς της Μάλαμας, Γιώργος και Μαργή, δεν συμφωνούσαν να μετακομίσει η κόρη τους στην Καβάλα μόνη της. Επιθυμούσαν να παντρευτεί. Αγαπούσε έναν όμορφο νέο Ηρακλειώτη, Γιώργος το όνομά του, (δεν γνωρίζουμε ακόμη το επίθετό του). Το επάγγελμά του κουρέας.
Παντρεύτηκαν και λίγο πριν την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Μάλαμα και ο Γιώργος μετοίκησαν στην Καβάλα. Η Μάλαμα τοποθετήθηκε σε σχολείο της ευρύτερης περιοχής της Καβάλας. Μετά την κατάρρευση του Ελληνοϊταλικού μετώπου, πριν οι γερμανοί εισβάλουν στη Μακεδονία, ο Επιθεωρητής μετέθεσε τη Μάλαμα στο Ηράκλειο και σύστησε σ’αυτήν και τον άντρα της Γιώργο να φύγουν το γρηγορότερο από την Καβάλα. Το ζευγάρι ήλθε στην Κρήτη και η Μάλαμα τοποθετήθηκε στο 8ο Δημοτικό Σχολείο Ηρακλείου.
Η πτώση των αλεξιπτωτιστών βρίσκει τη Μάλαμα στο Ηράκλειο. Οι γονείς της είχαν ένα αμπέλι στην περιοχή του Σταυρωμένου και σκέφτηκαν να πάνε εκεί για να προφυλαχτούν από τους αλεξιπτωτιστές. Το κτήμα διέθετε κι ένα μικρό σπιτάκι. Τη Μάλαμα ακολούθησε ο άντρας της Γιώργος. Στην περιοχή του Σταυρωμένου δόθηκαν σκληρές μάχες. Ο Γιώργος πολέμησε τους αλεξιπτωτιστές. Ομάδα γερμανών, μετά την επικράτησή τους στην περιοχή, πέρασε από το αμπέλι.
Βρήκαν τον Γιώργο και του είπαν να τους ακολουθήσει. Η Μάλαμα προαισθάνθηκε το κακό και παραινέβηκε ζητώντας από τον αξιωματικό να αφήσει τον άντρα της. Όταν ο γερμανός αρνήθηκε, η Μάλαμα χρησιμοποίησε σκληρές και βαριές εκφράσεις. Άρπαξε τον άντρα της και προσπαθούσε να τον πάρει από τα χέρια τους. Ένας γερμανός αλεξιπτωτιστής σήκωσε το όπλο του και την πυροβόλησε, αφήνοντάς την νεκρή. Την τύχη της ακολούθησε και ο άντρας της Γιώργος.
Πετροσιάν Πετρόπουλος Πέτρος, (Πανόραμα). Οι γονείς του Πέτρου Πετροσιάν ήταν πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη. Ο ίδιος κατοικούσε στις Γούρνες. Παντρεύτηκε την Ασημίνα Χατζηαντωνίου και κατοίκησε στο χωριό Πανόραμα Μονοφατσίου. Απέκτησαν δύο παιδιά, τον Αργύρη (κατοικεί στο Πανόραμα) και την Μαρία Στρατάκη (κατοικεί στη Βόνη).
Στην καταναγκαστική εργασία του πολεμικού αεροδρομίου Καστελλίου την Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 1943, στην πλατεία του χωριού Καρδουλιανώ στις 10 η ώρα το πρωί, γερμανοί στρατιώτες τον ξυλοκόπησαν με λύσσα αφήνοντάς τον νεκρό. Ως αιτία του ξυλοδαρμού του επικαλέστηκαν την άρνησή του να πάρει ακόμη ένα φτυάρι, εκτός από αυτό που κρατούσε ήδη. Στην πλατεία του Καρδουλιανού έμεινε άταφος για δύο μέρες, πριν δώσει άδεια ταφής ο Διοικητής του αεροδρομίου Καστελλίου Ταγματάρχης Τροστ.
Δημήτρης Κορνάζος του Λάμπρου, (Βαρβάρω) Ο Δημήτρης Κορνάζος, κατοικούσε με την οικογένειά του στο χωριό Βαρβάρω, δίπλα από τα ηλεκτροφόρα σύρματα του αεροδρομίου Καστελλίου. Για την απάνθρωπη εκτέλεσή του στις 10 Σεπτεμβρίου 1944, συγκλονιστική είναι η αφήγηση της κόρης του Στυλιανής Κορνάζου–Σμυρνάκη, στις 20 Αυγούστου 2002: «…ο παππούς μου ο Λάμπρος ο Κορνάζος ήτανε Μικρασιάτης.
Εφύγανε με την καταστροφή, καταφέρανε και μπήκανε στο πλοίο και ήρθανε στην Κρήτη. Τον πατέρα μου και γιο του Λάμπρου, Δημήτρη Κορνάζο, τον πιάσανε οι Τούρκοι αιχμάλωτο και δεν ήρθε μαζί τους. Η γιαγιά μου τον έκλαιγε και όλοι τον είχανε για πεθαμένο. Λέγανε ότι οι Τούρκοι τον σκοτώσανε. Τότε ο πατέρας μου ήταν 28 χρονών. Μετά από οκτώ χρόνια γύρισε. Η γιαγιά μου και ο παππούς μου δεν το πιστεύανε. Αργότερα ο Δημήτρης Κορνάζος παντρεύτηκε τη μάνα μου, την Κατίνα Δρακαντωνάκη.
Η μητέρα μου γέννησε 7 παιδιά και όλα πέθαναν στη γέννα. Στο Καστέλλι γεννήθηκε τότε ένα παιδί, η Σοφία Γαρεφαλλάκη και η μάνα της πέθανε πάνω στη γέννα. Την ημέρα που πέθανε το παιδί της μάνας μου, που το λέγανε Βαγγελιώ, εκείνη τη μέρα γεννήθηκε και η Σοφία. Μια θεία μου είπε τότε στη μάνα μου να της φέρνουνε την Σοφία να την θηλάσει. Η μάνα μου δέχτηκε με χαρά, σαν να της χάριζες τον κόσμο. Ο πατέρας της Σοφίας, ο Γαρέφαλλος μας την άφησε. Την είχε η μάνα μου και την μεγάλωνε. Ο Θεός, μετά από αυτό, έστειλε στη μάνα μου εμένα και τον αδερφό μου το Γιώργη.
Την κατοχή οι Γερμανοί μας είχαν διώξει από το σπίτι μας και το χρησιμοποιούσαν αυτοί. Ο πατέρας μου δούλευε στου Μπέη στους Αποστόλους. Εκείνη την εποχή ήταν πολύ δύσκολα τα πράματα. Ο πατέρας μου εδούλευε να μας ζήσει και μαζί με τον Βασίλη Τζαγγαράκη δουλεύανε τότε στους Αποστόλους. Εσμίξανε στο δισταύρι μεταξύ Γαλενιανού και Σκλαβεροχώρι, ο Βασίλης με τον πατέρα μου. Την προηγούμενη μέρα είχαν έρθει πολλοί Γερμανοί, σα να τους βλέπω τώρα.
Φορούσανε ένα φέσι μαύρο και είχανε και κρεμότανε ένα κορδόνι. Εκεί στο δισταύρι τσι πιάσανε. Εφώναζε ο πατέρας μου, εφώναζε ο Βασίλης, τα παιδιά μας, τα παιδιά μας! Άκουσα τις φωνές και σηκώθηκα και πήγα. Επλησίασα κοντά και ήρθε ένας γερμανός και μου λέει:
-Φύγε παιδί μου, γιατί έχω κι εγώ παιδιά. Αν δε φύγεις θα σε σκοτώσω.
Μου μιλούσε στη γλώσσα μας, ήτανε απ’ αυτούς που μένανε στο χωριό. Οι άλλοι που πιάσανε τον πατέρα μου ήτανε με το μαύρο φέσι. Τον πατέρα μου και τον Βασίλη τους έβλεπα. Είχανε σηκώσει τα χέρια επάνω κι ένας Γερμανός του’δωσε μια στο χέρι με μια λόγχη και είδα και κρεμάστηκε το χέρι του πατέρα μου.
Εγώ έκλαιγα και φώναζα να μην σκοτώσουνε τον πατέρα μου. Ήρθε κι ένας Ιταλός και με ρώτηξε:
– Έχει η μάνα σου πολλά παιδιά;
– Έχει, του λέω, εμένα και ένα αγόρι.
-Σήκω παιδί μου, μου λέει, να πας στο σπίτι σου, γιατί οι Γερμανοί θα σκοτώσουνε τον πατέρα σου.
Εγώ εφώναζα, μη σκοτώσετε τον μπαμπά μου, μη σκοτώσετε τον μπαμπά μου! Ο πατέρας μου με είδε και μου φώναζε κι αυτός.
– Πήγαινε παιδί μου στη μάνα σου!
Και τον είδα τον πατέρα μου πρώτη φορά και έκλαψε. Ο Γερμανός με πήρε και με έφερε στο χωριό. Αλλά εγώ ξαναγύρισα. Ήθελα να ξαναδώ τον πατέρα μου. Ο Γερμανός ήρθε πάλι και με τραβούσε στο χωριό.
-Εγώ θέλω τον μπαμπά μου! Εγώ θέλω τον μπαμπά μου!
Με γύρισε πίσω δυο-τρεις φορές.
-Πήγαινε παιδί μου και τον μπαμπά σου θα τον σκοτώσουνε, μου έλεγε.
Κοίταξα και είχανε βάλει τον πατέρα μου και τον Βασίλη σε ένα λάκκο δίπλα στο δρόμο. Εκεί τον θυμάμαι τελευταία φορά. Είχαν πιαστεί με τον Βασίλη από τους ώμους και στέκανε μαζί στο λάκκο. Με κοίταξε κι αυτός. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ σ’ όλη μου την ζωή. Έφυγα κλαμένη και πήγα να βρω τη μάνα μου. Στο δρόμο άκουσα τους πυροβολισμούς. Εκείνη τη στιγμή εκατάλαβα ότι σκοτώθηκε ο πατέρας μου. Προχωρούσα και δεν έβλεπα μπροστά μου. Μόνο τρέχανε τα μάθια μου δάκρυα.
Οι γυναίκες του χωριού πλύνανε τα ρούχα των Γερμανών και τους δίνανε τρόφιμα. Δεν μπορούσαν να κάνουν κι αλλιώς. Πολλές γυναίκες του Βαρβάρω πλύνανε. Η Κατίνα η Λιονίνα, η Λύραινα, η Καραμουζάκαινα. Έπλυνε κι η μάνα μου. Επήγα και τη βρήκα. Πρωί-πρωί ήτανε και τσι λέω:
– Ήντα πλύνεις μάνα και κάνεις; Τον μπαμπά σκοτώσανε οι Γερμανοί.
Η μάνα μου έπιασε τα μαλλιά τσι και πήρε τους δρόμους. Πού να πάει όμως; Οι Γερμανοί δεν αφήνανε να πάρομε τους σκοτωμένους. Πήραμε άδεια από το Φρούραρχο στο Καστέλλι και τον σηκώσαμε και τον φέραμε στο σπίτι. Η μάνα μου ξεπάτωνε τα μαλλιά τσι. Οι Γερμανοί είχανε σκοτώσει τον άντρα της το Δημήτρη και τον αδερφό της τον Δρακαντώνη. Ποιο να πρωτοκλάψει;…».
Για την εκτέλεση του Δημήτρη Κορνάζου, αφηγείται και ο Γεώργιος Μαρκογιαννάκης από το χωριό Σκλαβεροχώρι, στις 20 Αυγούστου 2002: «…εγώ τριγύριζα σαν παιδί εδώ στις παράγκες των Γερμανών, τους έκανα θελήματα και μου δίδανε φαγητό. Με γνωρίζανε όλοι οι Γερμανοί. τότε είχε έρθει ένας λόχος από τον νομό Λασιθίου, αυστριακοί και φορούσανε μαύρο φέσι. Μείνανε στις παράγκες και το βράδυ πήγανε στο αεροδρόμιο για να φύγουνε. Όμως το αεροπλάνο ήρθε και αυτοί μείνανε στα λιόφυτα και το περιμένανε.
Στο χωριό διαδόθηκε ότι οι Γερμανοί φεύγουν και οι χωριανοί πήγαν στις παράγκες να πάρουν ό,τι μπορούσαν. Το πρωί οι γερμανοί γύρισαν πίσω, δεν τους πήρανε τα γερμανικά αεροπλάνα και όταν είδαν τους Βαρβαριανούς να τρέχουν, αρχίσανε τους πυροβολισμούς. Ο Βασίλης και ο Κορνάζος περνούσαν να πάνε στη δουλειά και τους συλλάβανε. Ήτανε πολλοί Γερμανοί και θέλανε να τους σκοτώσουνε.
Ο Βασίλης γύριζε γύρω-γύρω από τον αξιωματικό και του φώναζε τα παιδιά μου, τα παιδιά μου! Δεν μπορούσαν να τον πυροβολήσουνε έτσι όπως γύριζε γύρω-γύρω και τον χτύπησαν με το υποκόπανο του όπλου και του έσπασαν το κεφάλι. Στον Κορνάζο είπαν:
– Πήγαινε στα παιδιά σου!
Όπως γύρισε και απομακρύνθηκε λίγα μέτρα, τον πυροβόλησαν πισώπλατα και τον σκότωσαν. Τον έριξαν σε ένα λάκκο στην άκρη του δρόμου…».
Πυργαρούσης Γεώργιος, Αθανάσιος και Παντελής του Δημητρίου, (Αστέρι Ρεθύμνου)
Τα αδέλφια Γεώργιος Αθανάσιος και Παντελής Πυργαρούσης του Δημητρίου ήταν αδέλφια. 36, 27 και 45 χρονών αντίστοιχα από το χωριό Αστέρι Ρεθύμνου. Μικρασιάτες από τον Τσεσμέ της Μικράς Ασίας, είχαν εγκατασταθεί με τους γονείς τους στο Ρέθυμνο. Το Αστέρι βρίσκονταν πολύ κοντά στο μικρό αεροδρόμιο της Πηγής Ρεθύμνου.
Γύρω από το αεροδρόμιο έγιναν σφοδρές μάχες. Οι Γερμανοί προσπαθούσαν να το καταλάβουν με κάθε κόστος.
Μετά την κατάληψή του αλλά και την κατάληψη της Κρήτης, το διάστημα από την 1η Ιουνίου ως τις 7 Σεπτεμβρίου 1941, οι γερμανοί αξιωματούχοι του Γ΄ Ράιχ διέπραξαν στην Κρήτη 30 ομαδικές εκτελέσεις, (εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας) και πυρπόλησαν πέντε (5) χωριά.
Την Κάντανο, τον Σκηνέ και την Αγυιά στον νομό Χανίων, το Αστέρι και το Άδελε στον νομό Ρεθύμνου. Υπεύθυνοι ο Αντιπτέραρχος Στούντεντ (Διοικητής από 1 Ιουνίου ως 8 Ιουλίου 1941), ο Στρατηγός Αντρέ (από 9 Ιουλίου 1941 ως 10 Ιανουαρίου 1943) και στην τελευταία εκτέλεση των πατριωτών από το χωριό Καλλονή Πεδιάδος στον Ξηροπόταμο Ηρακλείου, ο Στρατηγός Μπρώυερ (11 Ιανουαρίου 1943 ως 19 Ιουλίου 1944).
Στην ομαδική εκτέλεση στο Αστέρι Ρεθύμνου την 1η Ιουνίου 1941, στήθηκαν δώδεκα (12) πατριώτες. Μεταξύ τους και τα αδέλφια Γεώργιος, Αθανάσιος και Παντελής Πυργαρούσης του Δημητρίου, Μικρασιάτες από τον Τσεσμέ της Σμύρνης.
Αμέσως μετά τη Μάχη της Κρήτης, ο Χίτλερ μιλώντας στον κρατικό ραδιοφωνικό σταθμό του Βερολίνου, τόνισε ότι οι γερμανοί αλεξιπτωτιστές έδωσαν στην Κρήτη μία «ιπποτική» μάχη.
Μελετώντας τα γεγονότα της Μάχης, προσπαθούμε να εντοπίσουμε και να κατανοήσουμε αυτόν τον ηρωισμό. Πάνοπλοι, με εφεδρείες και άφθονα πυρομαχικά, αντιμετώπισαν στρατιώτες των συμμάχων, Έλληνες νεοσύλλεκτους, χωροφύλακες, τους μαθητές της Σχολής Ευελπίδων και άοπλους Κρητικούς, άντρες, γυναίκες και παιδιά.
Σε ποια μάχη ακριβώς εμφανίστηκε αυτός ο ηρωισμός, δεν εντοπίσαμε.
Στο ύψωμα 107 στο Μάλεμε που το εγκατέλειψαν οι Βρετανοί, στη μάχη της Καντάνου, στις μάχες στο Καστέλλι Κισσάμου, στον Ταυρωνίτη, στην κοιλάδα του Αλικιανού, στην πόλη των Χανίων, στο Ρέθυμνο, στην Πηγή και στον Λατζιμά Ρεθύμνου, στην πόλη του Ηρακλείου, στο Σκαλάνι, στην περιοχή του Κοψά;
Σε όλες τις μάχες ηττήθηκαν. Χιλιάδες αλεξιπτωτιστές «χάθηκαν». Η αντίσταση του λαού, ήταν κάτι που δεν περίμεναν.
Είχαν ζυμωθεί με το αφήγημα του ανίκητου στρατού.
Γι’αυτό, από την πρώτη ημέρα της μάχης, (στο Σταυρωμένο Ρεθύμνου), το βράδυ της 20ης Μαΐου 1941 εκτέλεσαν δεκατρείς (13) Κρητικούς, στις δύο πρώτες ομαδικές εκτελέσεις του φασιστικού στρατού της Βέρμαχτ, (9 στην πρώτη και 4 στη δεύτερη εκτέλεση).
*Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης, είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος