Ακουμπισμένος στο πρεβάζι του μισάνοιχτου παράθυρου του παρελθόντος, σήμερα ατενίζω την πλατεία Ελευθερίας της δεκαετίας του 60, όπου βασίλευε, μπορώ να πω η άνθιση του ψυχικού κήπου του Ηρακλειώτη.
Εκεί όπου δεν φοβόσουν να καθίσεις, να απολαύσεις και να φωτογραφηθείς σεμνά, με σοβαρότητα, αλλά και για μια ανάμνηση εκείνης της στιγμής.
Εκεί υπήρχαν οι πλανόδιοι φωτογράφοι, αλλά και οι επαγγελματίες με σταθερό τρίποδο φωτογράφησης.
Εκείνοι οι άνθρωποι, που έχουν χαράξει με τις φωτογραφικές τους ικανότητες σημεία ανεξίτηλα μέσα στη μνήμη των κατοίκων του Μεγάλου Κάστρου.
Όταν οι άνθρωποι ήθελαν να αποθανατίσουν τον εαυτόν τους, τα παιδάκια τους ή… να έχουν ως ζευγάρι νεαρό ενθύμιο την τότε ομορφιά τους για να την βλέπουν γελαστοί μαζί στα γηρατειά τους.
Επίσης όταν ήθελαν να τη στείλουν στους δικούς τους ανθρώπους, που την εποχή εκείνη οι περισσότεροι είχαν ξενιτευτεί στις φάμπρικες της Γερμανίας, ζητώντας μια καλύτερη τύχη… αφού η μετανάστευση, ήταν ο μόνος δρόμος να τον βαδίσει ο δυστυχής και ο φτωχός ο κόσμος.
Δεν μπορεί ο Ηρακλειώτης της εποχής εκείνης να ξεχάσει το φωτογράφο με την τρίποδη φωτογραφική μηχανή και το μαύρο υφασμάτινο πηχυαίο μανίκι, όπου έβαζε το χέρι του ο επαγγελματίας φωτογράφος και μετά με εμπειρική αόρατη τεχνική, βύθιζε το αρνητικό της φωτογράφησης σε υγρό και αφού το εμφάνιζε το χρησιμοποιούσε για να εμφανίσει την κανονική πόζα, την οποία είχαν εκείνοι, που φωτογραφιζόταν. Ήταν οι στιγμιαίες αξέχαστες φωτογραφίες, τις οποίες όποιος είχε άμεση ανάγκη της έπαιρνε και σήμερα βλέποντάς τες, νοσταλγικά σκέφτεται την εποχή εκείνη!
Υπήρχε και ο πλανόδιος φωτογράφος. Εκείνος, που τραβούσε με την χειροκίνητη, διαφόρων τύπων, φωτογραφική μηχανή του, την πόζα και επειδή δεν τη χρειαζόταν άμεσα ο φωτογραφιζόμενος πολίτης, περνούσε, μετά από μερικές ημέρες, από το κατάστημα, όπου εργάζονταν ο πλανόδιος φωτογράφος και παράγγελλε ό,τι ήθελε, δίδοντας την πράσινη καρτούλα, που τον είχε εφοδιάσει ο φωτογράφος.Πολλές αναμνήσεις, πολλές πόζες, πολλές φωτογραφίσεις και πολλές καζούρες ή γέλια, εκείνη την ανεπανάληπτη εποχή σε μια πλατεία με λούλουδα και πρασινάδες, που η ψυχή αγαλλίαζε και η όψη σου ευφραινόταν. Η ανάσα βαθειά στον ουρανό πετούσε! Σήμερα οι πρόγονοι, που την ήξεραν… την βλέπουν από τον ουράνιο θόλο, όπου «κατοικούν» και που αυτός ο καθάριος ουράνιος θόλος σκεπάζει και αυτήν την πλατεία και… θωρούν τη νε από ψηλά κι όλοι αναστενάζουν κι όταν ψιχάλες πέφτουνε, τα δάκρυα τους στάζουν.
Σήμερα βλέποντας μια πλατεία τελείως διαφορετική από την τότε εποχική ζωή, διερωτάσαι γιατί και προς τί, η αλλαγή αυτή της κεντρικής όψης της πόλης μας;
Άξιζε, προς χάριν είτε πολιτικής σκοπιμότητας, είτε οποισδήποτε άλλης, η πόλη μας αυτή την κακότεχνη κατασκευή της κεντρικής πλατείας του Μεγάλου Κάστρου, η οποία τίποτα δεν θυμίζει ή χαροποιεί από το παρελθόν της πόλης μας, αλλά μόνον εξυπηρετεί, τα παιδιά διαφόρου ηλικίας με τα διάφορα επικίνδυνα πατίνια και τις άσεμνες πρακτικές χειρονομίες ορισμένων αναιδέστατων ανθρώπων κάθε φυλής και θρησκείας;
Ανασκαλεύοντας ένα κιτρινισμένο συρτάρι βρήκα παρελθοντικές στιγμιαίες φωτογραφήσεις με συγκινητικό υλικό και μού έρχονται στη γλώσσα οι παρακάτω ποιητικές ρίμες …
Αχι και να γυρίζανε τα χρόνια εκείνα πίσω,
κείνες τις όμορφες στιγμές, ξανά για να τις ζήσω
Στου τιμημένου Άγνωστου, το πάρκο Στρατιώτη
άπου θυμίζει αλάλητος, γενιές του Ηρακλειώτη
Μα και στο πάρκο αναψυχής, με λούλουδα αιθέρια
άπου ‘χαν θέση ζηλευτή και μέσα σε παρτέρια
Αχι και να γυρίζανε, τα χρόνια εκείνα πίσω
κι ο φωτογράφος να ρωτά: Να σε φωτογραφίσω;
Κι απής σε φωτογράφιζε, σου’δινε κάρτα μία
σε ποιά διεύθυνση να πας, να δώσεις γνωριμία
Και πήγαινες και έδειχνες, τη πράσινη καρτούλα
κι αμέσως σου ‘δίναν κι αυτοί, μία φωτογραφούλα
Και την εκοίταζες κι εσύ, με γέλιο και με χάρη
σάμπως σου εχαρίζανε, τον ήλιο και φεγγάρι.
Την κοίταζες καλά-καλά κι ήλεγες δεν σου αρέσει
μήπως σαν μπατιράκι τσ’εποχής, κάτι σου αφαιρέσει
Πέρασε εκείνη η εποχή κι οι φωτογράφοι εφύγαν
και η πλατεία κι οι χαρές, στις αναμνήσεις πήγαν.
Φωτογραφίες πάμπολλες, της εποχής εκείνης
σαν τις κοιτάζεις σήμερα, γελάς ή δάκρυα χύνεις!