Στις 17 Ιουνίου 1771, ο Δασκαλογιάννης άφησε την τελευταία του πνοή στο Ηράκλειο, στην “Πλατεία Δασκαλογιάννη”. Οι Τούρκοι του επιφύλαξαν την πιο φρικτή τιμωρία, και τον έγδαραν ζωντανό, υποχρεώνοντας τον αδελφό του να παρακολουθεί το φρικτό μαρτύριο, και ο δύστυχος δεν άντεξε και έχασε τα λογικά του. Τόσο μένος, τόση χυδαία βαρβαρότητα, απέναντι στον αγέρωχο ήρωα, που τόλμησε να ορθώσει το ανάστημά του απέναντι στον βάναυσο και βάρβαρο δυνάστη!

Ο Δασκαλογιάννης σε αυτό το τραγικό μαρτύριό του άφησε μόνο ένα βαθύ αναστεναγμό!

Ο Ιωάννης Βλάχος ή Δασκαλογιάννης ήταν Σφακιανός. Δραστήριος, πλούσιος, διακεκριμένος πολίτης στη χώρα των Σφακίων. Είχε τέσσερα μεγάλα καράβια εμπορικά. Για τα μέτρα της εποχής εκείνης, θα τον έλεγες εφοπλιστή. Και έχει τεράστια σημασία αυτό. Γιατί, η αναγνώριση και η ευμάρεια δεν τον εμπόδισαν να μπει σ΄αυτή την παράτολμη περιπέτεια, ενάντια σε ένα σκληρό κατακτητή, με εφόδια και πολυάριθμα ασκέρια.

Όμως τα κίνητρα ήταν ισχυρότερα! Η αγάπη της πατρίδας, ο έρωτας της ελευθερίας, η οργή για τις αδικίες, τις λεηλασίες, τους βιασμούς, τις σφαγές!

Ένας αιώνας είχε περάσει αδυσώπητης σκλαβιάς. Και οι ραγιάδες έσκυβαν το κεφάλι στον ζυγό της τυραννίας.

Μπορεί οι συνθήκες να μην ήταν ευνοϊκές. Μπορεί οι ψεύτικες υποσχέσεις της Ρωσίας να έδωσαν ελπίδες που διαψεύστηκαν.

Όμως μπροστά στην αδικία, στη συμφορά, στην απόγνωση, δεν χωρούν ούτε υπολογισμοί ούτε φόβοι.

Κάποιος έπρεπε να κάμει την αρχή, και αυτό έκαμε ο Δασκαλογιάννης. Με το παράτολμο εγχείρημά του έβγαλε από τον λήθαργο τους σκλαβωμένους ραγιάδες και άναψε την επαναστατική φλόγα στην τουρκοκρατούμενη Κρήτη. Και όπως έγραφε αργότερα ο Βασ. Ψιλάκης για την επανάσταση του 1866, “το εγχείρημα των Χριστιανών ήτο αληθώς δεινόν, αλλά εάν εσταύρωνον απαθώς τας χείρας, επηπειλούντο υπό τελείου εξανδραποδισμού”.