Δεκαετία του 50. Με το βυσσινί Μερσεντές λεωφορείο με την μουτσούνα , την σχάρα στη οροφή γεμάτη βούργιες, και με βοηθό – εισπράκτορα τον Βαγγέλη Σαριδάκη απο την Κασταμονίτσα, εκτελούν το δρομολόγιο του ΚΤΕΛ Ηράκλειο, Συκολόγος. Το λεωφορείο ανεβαίνει προς την Κάτω Σύμη και λίγο πριν φτάσει στο χωριό, ο λεβιές των ταχυτήτων δεν υπακούει στις εντολές του οδηγού. Το όχημα ακινητοποιείται στη μέση του δρόμου. Προφανώς δεν εμποδίζει την κυκλοφορία αφού αυτοκίνητα – λιγοστά τότε- σπανίως εμφανίζονταν εκεί…..
Οι επιβάτες κατεβαίνουν, ο Σαριδάκης σκαρφαλώνει στην οροφή απο την πίσω σκάλα, πετάει τις βούργιες, τις πιάνουν στον αέρα οι επιβάτες και με τα πόδια προχωρούν προς το χωριό.Ο Μανόλης Σακελλάρης έχει βάλει ήδη τη φόρμα εργασίας που του είχε μείνει απο το στρατό. Βάζει πέτρες στους πίσω τροχούς για να μην πάρει το αυτοκίνητο την κατηφόρα, σέρνει το κασελάκι με τα λιγοστά εργαλεία, γερμανικά κλειδιά, κλειδιά Ζ, πένσα, κατσαβιδια, και χώνεται κατω απο το όχημα. Πότε πότε τα πόδια του εμφανίζονταν και έσπρωχναν το τσαΐλι όταν έβαζε δύναμη να ξεβιδώσει μια βίδα.
Σε λίγο το κιβώτιο ταχυτήτων (σασμάν) ήταν κάτω. Το βάζει πάνω σε μια μεγαλη πέτρα – πάγκο εργασίας. Βγάζει τα γρανάζια, εντοπίζει τη βλάβη. Είχε σπάσει μια περόνη, καβήλια όπως την έλεγε. Έπρεπε να βρει μια λύση. Το Ηράκλειο μακριά για να βρει ανταλλακτικό. Ψάχνει στο δρόμο, ανασκαλευει τα τσαΐλια στην ακρη του δρόμου και βρίσκει μια μεγάλη μπρόκα οικοδομής. Την κόβει με την σέγα στο επιθυμητό μήκος την λιμάρει ως το σωστό πάχος. Την περνάει στο γρανάζι, στον άξονα, την χτυπάει στην άκρη για να κάνει “κεφάλι” και να μην βγαίνει. Βάζει και τα υπόλοιπα γρανάζια και κλείνει το καπάκι. Σέρνεται ξανά κάτω από το όχημα και ανεβάζει με τη βοήθεια του Βαγγέλη το σασμάν στη θέση του. Ξεσκονίζεται με τη σκούπα που καθάριζαν το λεωφορείο, βγάζει τη φόρμα και βάζει τα ρούχα του. Σούρουπο πια το λεωφορείο μπαίνει στην Κάτω Σύμη έτοιμο να ξεκινήσει το δρομολόγιο της επόμενης ημέρας. Συνήθως διανυκτέρευαν μέσα στο λεωφορείο, αλλά εκείνη τη νύχτα επειδή έκανε κρύο ο καφετζή τους έστρωσε μέσα στο καφενείο.Στην εκκλησία πήγαινε μόνο Χριστούγεννα – Πάσχα. Δεν τον άκουσα ποτέ να βρίζει Θεούς και Αγίους. Μόνο “γ@@ώ τη κόλαση” έλεγε όταν κατι δεν πήγαινε καλά με τη δουλειά του. Και μια φορά που είχε επισκευάσει ενα
αντλητικό μηχάνημα πανω στο πηγάδι μας στη “λίμνη” και αφού είχε δώσει εκατό σκοινιές χωρίς αποτέλεσμα, τον άκουσα να μονολογεί : όλοι οι διαβόλοι είναι από πάνω μου και κάνουνε… συνέδριο!
Δεν έχω πει ποτέ “ο Θεός να τον συγχωρέσει” γιατί δεν ξερω τι να του συγχωρέσει…
Όπως και για όλους που εχουν φύγει, συγχωριανούς και μη. Που μεγάλωσαν τα παιδιά τους με τιμιότητα, εργατικότητα και υπερηφάνεια σε δύσκολες εποχές. Μόνο αιωνία η μνήμη τους.
Η φωτογραφία του λεωφορείου είναι απο το ΚΤΕΛ Χανίων
*Ο Δημήτρης Σακελλάρης είναι διευθυντής του 7ου Λυκείου Ηρακλείου