Τα πρόσωπα που διοικούν ένα νομικό πρόσωπο ευθύνονται προσωπικά και αλληλέγγυα για την πληρωμή των φόρων που οφείλει το νομικό πρόσωπο προς το Δημόσιο.
Η προσωπική ευθύνη των διοικητών νομικών προσώπων για τα φορολογικά χρέη της εταιρείας μπορεί να έχει δυσμενείς συνέπειες γι’ αυτούς, καθώς, πέραν της πρόσθετης ευθύνης τους για καταβολή των χρεών, μπορεί να ληφθούν διασφαλιστικά μέτρα και μέτρα διοικητικής εκτέλεσης εις βάρους τους, ενώ δεν αποκλείεται και η κίνηση ποινικής διαδικασίας.
Με το άρθρο 34 του νόμου 4646/2019 τροποποιήθηκε το άρθρο 50 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας στο οποίο προβλέπεται η αλληλέγγυα ευθύνη των διοικούντων τα νομικά πρόσωπα. Η νέα διάταξη επέφερε ευνοϊκές αλλαγές στον θεσμό της αλληλέγγυας ευθύνης, ρυθμίζοντας τα ευθυνόμενα πρόσωπα, τον χρόνο ευθύνης τους και τον κύκλο των οφειλών, ενώ εισήχθη για πρώτη φορά η υπαιτιότητα, δηλαδή η συνδρομή δόλου ή αμέλειας, ως απαραίτητη προϋπόθεση της ευθύνης των διοικούντων.
Η εισαγωγή της υπαιτιότητας αποτελεί, το δίχως άλλο, την πιο σημαντική αλλαγή στον εν λόγω θεσμό. Υπενθυμίζεται ότι βασικό χαρακτηριστικό των προηγούμενων διατάξεων ήταν ο γνήσια αντικειμενικός χαρακτήρας της ευθύνης των αλληλεγγύως συνυπόχρεων. Μέχρι δηλαδή την θέσπιση της υποκειμενικής ευθύνης, τα πρόσωπα αυτά έφεραν πρόσθετη ευθύνη καταβολής των χρεών των νομικών προσώπων με μόνη την κτήση της διοικητικής τους ιδιότητας, ανεξάρτητα από την ύπαρξη πταίσματος.
Με τη διάταξη του ν. 4646/2019 επήλθε μεταβολή από τη γνήσια αντικειμενική ευθύνη στη μη γνήσια ή νόθο αντικειμενική ευθύνη των συνυπόχρεων προσώπων. Όπως διευκρινίζεται με την πρόσφατη Εγκύκλιο Ε. 2173/2020 της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, τα πρόσωπα αυτά καθίστανται, καταρχήν, αλληλεγγύως υπεύθυνα και τεκμαίρεται η υπαιτιότητά τους εκ μόνης της ιδιότητάς τους για τις οφειλές που δημιουργούνται κατά τη διάρκεια της θητείας τους, ωστόσο, πρόκειται για μαχητό τεκμήριο, αφού αν τα πρόσωπα αυτά αποδείξουν ότι δεν είναι υπαίτια για τη μη καταβολή ή μη απόδοση των οφειλών, απαλλάσσονται της αποδιδόμενης πρόσθετης ευθύνης καταβολής των χρεών.
Η μετάβαση από την αντικειμενική στην νόθο αντικειμενική ευθύνη, στο πλαίσιο της οποίας τεκμαίρεται μεν η υπαιτιότητα, αλλά χωρεί επίκληση αποδεικτικών στοιχείων από τα διοικούντα πρόσωπα με σκοπό την απόδειξη της έλλειψης υπαιτιότητας τους, αλλάζει εντελώς το τοπίο του θεσμού της αλληλέγγυας ευθύνης.
Στις κλασσικές, στην ελληνική πραγματικότητα, περιπτώσεις που πρόσωπα, έχουν μεν τυπικώς διοικητικές αρμοδιότητες, όμως, είτε δεν ασκούν εν τοις πράγμασι διοίκηση, είτε ασκούν, αλλά δεν έχουν αρμοδιότητα επί των φορολογικών υποχρεώσεων του νομικού προσώπου ή απλώς δεν έφεραν κατά τον κρίσιμο χρόνο την απαιτούμενη διοικητική ιδιότητα, με τη νέα ρύθμιση υπάρχει πρόσφορο έδαφος να αποδείξουν την έλλειψη υπαιτιότητάς τους και να προστατεύσουν τα προσωπικά περιουσιακά τους στοιχεία.
Όσον αφορά στη μετακύλιση του βάρους απόδειξης έλλειψης υπαιτιότητας στα εν λόγω πρόσωπα, θεωρείται καταρχήν ορθή, αφού σε αντίθετη περίπτωση το διοικητικό βάρος των αρμόδιων υπαλλήλων των δημόσιων οικονομικών υπηρεσιών να εκδίδουν και να αιτιολογούν πράξεις με τις οποίες θα θεμελιώνεται η ευθύνη των διοικούντων θα ήταν υπέρμετρο και δυσχερές.
Βεβαίως, ακόμη εκκρεμεί η έκδοση κανονιστικής απόφασης με την οποία θα ορίζονται ενδεικτικώς περιπτώσεις έλλειψης υπαιτιότητας, όπως προβλέπεται στη νέα διάταξη, και η οποία θα διαφωτίσει το νέο τοπίο και θα παρέχει στις φορολογικές αρχές οδηγίες να στραφούν σε συγκεκριμένο κύκλο προσώπων, αφαιρώντας ουσιαστικά διοικητική ύλη από τα χέρια τους και γλιτώνοντας από ταλαιπωρία πολλούς φερόμενους ως συνυπόχρεους.
Επισημαίνεται ότι η έλλειψη υπαιτιότητας θα αποδεικνύεται μόνο εφόσον έχουν εκδοθεί αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις οποιουδήποτε δικαστηρίου ή αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα, από τα οποία θα διαπιστώνεται ρητά η έλλειψη υπαιτιότητας σχετικά με τη μη καταβολή της οφειλής ή/και τη μη συμμετοχή των προσώπων αυτών στην αποδιδόμενες φορολογικές παραβάσεις.
Παρά το εν γένει θετικό πρόσημο της νέας διάταξης, η ρητή πρόβλεψη ύπαρξης απαλλακτικού βουλεύματος ή δικαστικής απόφασης, αμετάκλητης μάλιστα, θέτει δυσκολίες στην εφαρμογή της, καθώς, ειδικώς στις περιπτώσεις άσκησης ανακοπής κατά ατομικών ειδοποιήσεων ή κατά μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης ενώπιον Διοικητικών Πρωτοδικείων, η κρίση περί έλλειψης υπαιτιότητας θα έρχεται αρκετά καθυστερημένα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα δικαστήρια παρέχουν τα θεσμικά εχέγγυα για την αμερόληπτη και αποτελεσματική κρίση περί έλλειψης υπαιτιότητας των αλλελεγγύως ευθυνόμενων προσώπων. Ωστόσο, φρονώ ότι, τουλάχιστον στις περιπτώσεις που τα πρόσωπα αυτά λαμβάνουν γνώση της πρόσθετης οφειλής τους στο στάδιο της ατομικής ειδοποίησης, δηλαδή μετά τη βεβαίωση των χρεών στο όνομα του νομικού προσώπου, η θέσπιση αρμοδιότητας των φορολογικών αρχών να αποφασίζουν προδικαστικά για την υπαιτιότητα των εν λόγω προσώπων θα αποτελούσε ένα χρήσιμο εργαλείο εξορθολογισμού αυτών των διαφορών. Σε κάθε περίπτωση, η πράξη θα δείξει αν η νέα διάταξη, εκτός από καινοτόμα και ορθή, είναι παράλληλα και αποτελεσματική.
*Ο Γεώργιος Βλαχάκης είναι δικηγόρος Αθηνών, LL.M. Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Φορολογικού Δικαίου Πανεπιστημίου Μάαστριχτ, Μ.Δ.Ε. Φορολογικού Δικαίου ΟΠΑ