Η ζωή μέσα σε τέσσερις τοίχους φαντάζει ανυπόφορη, πολύ περισσότερο για τα μικρά παιδιά που μέχρι πρότινος έπαιζαν με τους φίλους τους στις σχολικές αυλές και το απόγευμά τους ήταν γεμάτο δραστηριότητες.
Η νέα καραντίνα πληγώνει συναισθηματικά τα παιδιά και οι γονείς πρέπει να είναι πολύ προσεκτικοί στη διαχείρισή της. Ειδικοί της ψυχικής υγείας, οι κ.κ. Παρασκευή Νικηφόρου και Άννα- Μαρία Μαρκάκη, μιλούν στην «Π» για την πανδημία και τα παιδιά.
Η ψυχολόγος-παιδοψυχολόγος κ. Παρασκευή Νικηφόρου αναφέρει πως το κλείσιμο των σχολείων έχει αυξημένες μακροπρόθεσμες αρνητικές συνέπειες στα παιδιά και στους εφήβους.
«Η φύση και η έκταση του αντίκτυπου εξαρτάται από πολλούς παράγοντες ευαλωτότητας, όπως η αναπτυξιακή ηλικία, η τρέχουσα εκπαιδευτική κατάσταση, η προϋπάρχουσα κατάσταση ψυχικής υγείας, οι οικονομικές δυσκολίες και το παιδί/γονέας που βρίσκεται σε καραντίνα λόγω μόλυνσης ή φόβου μόλυνσης».
Σημειώνει ότι, αν και τα μέτρα καραντίνας είναι προς όφελος της κοινότητας γενικά, οι ψυχολογικές της επιπτώσεις δεν μπορούν να αγνοηθούν.
Ο περιορισμός των παιδιών και των εφήβων στο σπίτι σχετίζεται με την αβεβαιότητα και το άγχος που οφείλεται στην απότομη διακοπή της εκπαίδευσης, των εξωσχολικών δραστηριοτήτων και των ευκαιριών κοινωνικοποίησής τους.
Η απουσία δομημένου χώρου του σχολείου για μεγάλο χρονικό διάστημα οδηγεί σε διαταραχές στη ρουτίνα, την πλήξη και την έλλειψη καινοτόμων ιδεών. Τα παιδιά δεν μπορούν να παίξουν σε εξωτερικούς χώρους, δεν μπορούν να συναντήσουν φίλους και να συμμετάσχουν στις εξωσχολικές δραστηριότητες.
Σύμφωνα με διάφορες έρευνες διαπιστώθηκε ότι τα παιδιά ένιωθαν αβέβαια, φοβισμένα και απομονωμένα κατά τη διάρκεια της τρέχουσας περιόδου.
Αποδείχθηκε επίσης ότι παιδιά και έφηβοι παρουσίασαν συναισθήματα θλίψης, άγχους, φόβου θανάτου, φόβου θανάτου γονέων κ αυξημένη χρήση διαδικτύου, πρόσβαση σε σελίδες ακατάλληλου περιεχομένου, εριστική/επιθετική συμπεριφορά, διαταραχές στον ύπνο, εφιάλτες, μειωμένη όρεξη για φαγητό, διέγερση, απροσεξία, άγχος αποχωρισμού, προσκόλληση προς σημαντικούς άλλους και αύξηση περιστατικών κακοποίησης που τα παιδιά σπάνια είναι σε θέση να αναφέρουν λόγω περιορισμού στο σπίτι.
Επίσης, μπορεί να παρουσιάσουν έντονο αίσθημα μοναξιάς, καθώς έχουν περιορισμένη γνώση και επίπεδο ωριμότητας για να κατανοήσουν τις επιπτώσεις της τρέχουσας πανδημικής κατάστασης στον περιορισμένο κόσμο τους.
Οι τρέχουσες μελέτες που σχετίζονται με την COVID-19 δείχνουν ότι το κλείσιμο του σχολείου μεμονωμένα αποτρέπει περίπου 2-4% επιπλέον θανάτους, κάτι που είναι πολύ λιγότερο σε σύγκριση με τη χρήση άλλων μέτρων κοινωνικής απόστασης.
Επιπλέον, προτείνουν στους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής ότι άλλες στρατηγικές κοινωνικής απόστασης που διαταράσσουν λιγότερο θα πρέπει να ακολουθούνται από τα σχολεία, εάν η κοινωνική απόσταση συνιστάται για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ωστόσο, υπό τις τρέχουσες συνθήκες, είναι αμφιλεγόμενο εάν το πλήρες κλείσιμο σχολείων δικαιολογείται για παρατεταμένη περίοδο.
Οδηγός για τους γονείς
Οι γονείς ενημερώνουν τα παιδιά χρησιμοποιώντας κατάλληλη ορολογία για την COVID-19. Τα παιδιά πρέπει να λαμβάνουν πληροφορίες βάσει γεγονότων με τη βοήθεια παρουσιάσεων και βίντεο που παρέχονται από εξουσιοδοτημένους διεθνείς οργανισμούς όπως η ΠΟΥ και η UNICEF.
Λέμε την αλήθεια στα παιδιά (π.χ. ότι δεν έχει βρεθεί το φάρμακο για αυτό τον ιό και οι ιατροί εργάζονται πολύ σκληρά και έχουν βρει κάποια εμβόλια που θα βοηθήσουν τον οργανισμό να τον αντιμετωπίσει)
Όταν το παιδί ανησυχεί για την υγεία των γονιών εξηγούμε ότι λαμβάνουμε όλα τα μέτρα για να παραμείνουμε υγιείς και ασφαλείς.
Τα παιδιά μπορεί να έχουν απορίες σχετικά με το πότε θα επιστρέψουν στο σχολείο και στην προηγούμενη καθημερινότητά τους. Μπορεί να αναφέρουν ότι τους λείπουν οι φίλοι και οι φίλες τους. Τους εξηγούμε όσο πιο απλά μπορούμε αυτά που γνωρίζουμε τη δεδομένη στιγμή.
Η ενσυναίσθηση, η υπομονή και η παροχή αισθήματος ασφάλειας από τους γονείς προς τα παιδιά κατέχουν καθοριστικό ρόλο στην υποστήριξη των παιδιών.
Η διατήρηση ρουτίνας στο σπίτι προσφέρει ασφάλεια και σταθερότητα (π.χ. σταθερές ώρες στα γεύματα, στον ύπνο, στο παιγνίδι, στο διάβασμα, στην επικοινωνία με φίλους).
Συμμετοχή παιδιών σε διάφορες δραστηριότητες/υποχρεώσεις στο σπίτι ώστε να κατανοούν τις κοινωνικές τους ευθύνες.
Διατήρηση των επαφών των παιδιών με τους συνομηλίκους και τους φίλους μέσω τηλεφώνου ή διαδικτύου
Περιορισμένη έκθεση των παιδιών σε ειδήσεις. Προτιμάται η παρακολούθηση ειδήσεων μία φορά την ημέρα μέσω ουδέτερων καναλιών ειδήσεων
Αξιοποιούμε την κατάσταση ως ευκαιρία αφιερώνοντας ουσιαστικό χρόνο στα παιδιά με αρκετές ευκαιρίες για παιγνίδι, ζωγραφική, παιγνίδι ρόλων, παντομίμα, παζλ, διάβασμα, χορό, μουσική, σωματική δραστηριότητα κ.ά.
Έμφαση στις αποδεκτές συμπεριφορές παρά στις μη αποδεκτές συμπεριφορές των παιδιών (π.χ. δίνετε περισσότερες επιλογές για το τι πρέπει να κάνουν και όχι για το τι δεν πρέπει να κάνουν). Παρέχετε περισσότερους επαίνους και κοινωνικές ενισχύσεις στα παιδιά σε σύγκριση με τις υλικές ενισχύσεις.
Η αγνόηση αρνητικών συμπεριφορών του παιδιού περιστασιακά μπορεί να συμβάλει σε μείωση της υποτροπής στη συμπεριφορά (π.χ. όταν το παιδί θυμώνει δώστε χρόνο αποφεύγοντας να εμπλακείτε στο ξέσπασμα και συζητείστε αργότερα μαζί του όταν θα αισθάνεται πιο ήρεμο).
Εκμάθηση κάποιων δεξιοτήτων στο σπίτι (π.χ. μαγείρεμα, διαχείριση χρημάτων, την οργάνωση δωματίου, διαχείριση μικροδουλειών όπως το πλυντήριο, τον καθαρισμό και το μαγείρεμα).
Η περιήγηση στο διαδίκτυο που σχετίζεται με την COVID-19, η υπερβολική και ανεύθυνη χρήση των κοινωνικών μέσων μαζικής ενημέρωσης ή του διαδικτυακού παιχνιδιού θα πρέπει να αποφεύγεται καθώς οδηγεί σε άγχος. Συνιστάται η διαπραγμάτευση με τους εφήβους για τον περιορισμό του χρόνου τους και των διαδικτυακών δραστηριοτήτων.
Η τηλεκπαίδευση παίζει σημαντικό ρόλο στην υπάρχουσα κατάσταση, καθώς το παιδί δεν χάνει επαφή με τα μαθήματά του και βλέπει τους συμμαθητές του και τον/την εκπαιδευτικό του που σε μία ημέρα ξαφνικά μπορεί να έχασε όταν ενημερώθηκε ότι κλείνει το σχολείο.
Οι γονείς συζητάνε με τα παιδιά και τα ενθαρρύνουμε να μας κάνουν ερωτήσεις και να εκφράζουν τα συναισθήματά τους. Είναι σημαντικό τα παιδιά να μάθουν να εκφράζουν τα συναισθήματά τους από μικρή ηλικία κυρίως όταν πρόκειται για καταστάσεις κρίσης. Παράλληλα, αυτό τα βοηθά να ανακουφιστούν από την ένταση που μπορεί να βιώνουν.
Παρατηρούμε πιθανές αλλαγές στη συμπεριφορά τους και ζητάμε βοήθεια από επαγγελματίες ψυχικής υγείας.
Συνιστάται στους γονείς να φροντίζουν τις δικές τους ψυχοσυναισθηματικές ανάγκες, να διατηρούν την ψυχραιμία τους, να προσπαθούν να αντιμετωπίσουν το άγχος προσαρμοστικά και να προσπαθούν να ζουν με τρόπο που να θυμίζει, όσο αυτό είναι εφικτό, την προηγούμενη καθημερινότητά τους.
Η κ. Άννα Μαρία Μαρκάκη, ψυχολόγος – συστημική ψυχοθεραπεύτρια, αναφέρει στην «Π» πως η πανδημία αποτελεί μια πρωτόγνωρη κατάσταση που όλοι καλούμαστε να διαχειριστούμε, χωρίς να είμαστε προετοιμασμένοι για την αντιμετώπισή της.
Όλοι γνωρίζουμε πλέον τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνουμε, ωστόσο δεν είναι πάντα εύκολο να μιλάμε με τα παιδιά μας για σοβαρές και απειλητικές καταστάσεις δημόσιας υγείας, ούτε να διαχειριστούμε τις νέες συνθήκες ζωής, το άγχος και τον φόβο που προκαλούν, ιδιαίτερα την απομόνωση στο σπίτι και την επακόλουθη έντονη ψυχολογική πίεση.
Τονίζει ότι «τους τελευταίους ιδίως μήνες τα παιδιά κλήθηκαν να προσαρμοστούν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα σε μεγάλες αλλαγές όσον αφορά στο σχολικό πλαίσιο.
Η χρήση της μάσκας μέσα στην τάξη και η τήρηση των αποστάσεων από τους συμμαθητές τους ήταν μια δύσκολη πρόκληση, στην οποία ανταποκρίθηκαν -με λίγες εξαιρέσεις- με αξιοθαύμαστη ωριμότητα.
Οι επιπτώσεις στον ψυχισμό των παιδιών από τις νέες συνθήκες δεν είναι ακόμα ορατές αλλά θα διαφανούν στο μέλλον.
Από την κλινική μου εμπειρία, τα παιδιά κυρίως εξέφρασαν δυσαρέσκεια επειδή στο σχολείο, ακόμα και στα διαλείμματα, δεν τους επιτρέπονταν να τρέξουν και ήταν περιορισμένα σε ένα συγκεκριμένο χώρο. Ακόμα, πολλά παιδιά ανησυχούν ότι μπορεί να μεταδώσουν τον ιό στους γονείς ή στους παππούδες τους και να πεθάνουν εξαιτίας τους, ένα τεράστιο βάρος ενοχής για τους παιδικούς τους ώμους».
Απαραίτητο το «αντίο»
Την τελευταία εβδομάδα, τα παιδιά καλούνται πλέον να περιοριστούν στο σπίτι και να συνεχίσουν την εκπαιδευτική διαδικασία μέσω τηλεκπαίδευσης.
Πέρα από τη νέα αυτή συνθήκη στην οποία χρειάζεται εκ νέου να προσαρμοστούν, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι θα ήταν ομαλότερη η μετάβαση των παιδιών από το σχολικό περιβάλλον στο σπίτι, εάν είχε δοθεί χρόνος να προετοιμαστούν και να αποχαιρετήσουν τους συμμαθητές και δασκάλους τους.
Οι απότομες αλλαγές εντείνουν το άγχος και την ανασφάλεια, ιδιαίτερα στα παιδιά, τα οποία δεν διαθέτουν τους απαραίτητους προσαρμοστικούς μηχανισμούς των ενηλίκων.
Στην ερώτηση πώς μπορούμε να βοηθήσουμε τα παιδιά να κατανοήσουν και να ανταποκριθούν στις νέες συνθήκες, η κ. Μαρκάκη απαντά «μιλάμε στα παιδιά με ειλικρίνεια, σε ήρεμο τόνο και τα καθησυχάζουμε ότι πρόκειται για μια δύσκολη περίοδο η οποία δεν θα κρατήσει για πάντα.
Είμαστε ανοιχτοί στην επικοινωνία έτσι ώστε τα παιδιά να αισθάνονται ασφαλή να απευθυνθούν σε μας για να καθησυχάζονται και να ανακουφίζονται από το άγχος.
Μιλάμε στα παιδιά με τρόπο απλό και κατανοητό, ανάλογα με την ηλικία τους και το αναπτυξιακό τους επίπεδο.
Προστατεύουμε τα παιδιά από την υπερβολική πληροφορία από την τηλεόραση, το διαδίκτυο και τα κοινωνικά μέσα.
Μοιραζόμαστε τα συναισθήματά μας και αναγνωρίζουμε ότι είναι φυσιολογικό να υπάρχουν έντονες συναισθηματικές αντιδράσεις κάτω από αγχογόνες συνθήκες που επηρεάζουν την καθημερινότητά μας.
Τηρούμε σταθερό πρόγραμμα διατροφής, ύπνου, άσκησης και υγιεινής το οποίο δημιουργεί αίσθημα ασφάλειας στα παιδιά.
Αναθέτουμε μικρές εργασίες στο σπίτι ανάλογες με την ηλικία των παιδιών για την ενίσχυση της υπευθυνότητας και της συνεισφοράς.
Δημιουργούμε ευκαιρίες ενίσχυσης του δεσμού μεταξύ των μελών της οικογένειας περνώντας περισσότερο ποιοτικό χρόνο μαζί τους με συζητήσεις, επιτραπέζια παιχνίδια, κατασκευές, χειροτεχνίες, βλέποντας ταινίες ή κάνοντας γυμναστική.
Βοηθάμε τα παιδιά να κρατήσουν τις κοινωνικές τους επαφές με τους συνομηλίκους μέσω τηλεφωνικών κλήσεων και βιντεοκλήσεων.
Παραμένουμε ψύχραιμοι και καθησυχαστικοί, καθώς τα παιδιά αντιμετωπίζουν τα γεγονότα όπως τα αντιμετωπίζουν οι γονείς τους ή οι σημαντικοί άλλοι».