Η εκδρομή στην παραλία των Μαλίων (1962) πέρασε στις σχολικές αναμνήσεις μας, ενώ άλλα γεγονότα, καθοριστικά για τον καθένα μας μεσολάβησαν.Ένα απ’ αυτά ήταν η παραμονή του Περιπατητή στις ΗΠΑ, στην πολιτεία της Oklahoma, όπου και αποφοίτησε από το λύκειο (high school).
Το άλλο ήταν η απόκτηση της φοιτητικής ιδιότητας, στο Αριστοτέλειο, με όλες τις παράπλευρες ευεργετικές χάρες… Πρέπει να ήταν καλοκαίρι του ’68, διακοπές στο Ηράκλειο, όταν κατά τις απογευματινές συναντήσεις με φίλους και γνωστούς και σε αναζήτηση κάποιας εναλλακτικής δραστηριότητας, διαφορετικής από τη μονότονη καθημερινή μετάβαση για μπάνιο, έπεσε η ιδέα για … κατασκήνωση.
Η ιδέα, μας ήρθε από την έντονη –τότε- κατασκηνωτική δράση των τουριστών (camping), από το «συνέδριο» των χίπηδων στα Μάταλα και την γενικότερη εφηβική ενασχόλησή μας με την προώθηση του τοπικού τουρισμού ! Το εγχείρημα δεν ήταν και τόσο απλό, όσο ακούγεται σήμερα. Με την κατασκήνωση να είναι μια πρωτοποριακή, για τότε, δραστηριότητα, τα γνωστά είδη και ο γενικότερος εξοπλισμός που απαιτείται και υπάρχει σε υπερπροσφορά, σήμερα, ήταν ανύπαρκτος, τότε. Όμως, με το πες και ξαναπές, εντοπίσαμε γνωστό, που του είχε «ξεμείνει» μια σκηνή, από το προσκοπείο , την οποία δέχτηκε να μας δανείσει…
Ως τόπο κατασκήνωσης επελέγησαν τα Μάλια, ίσως λόγω της φήμης που είχαν, ως πρωτοπόρα στον τουρισμό, ίσως και διότι η απόσταση των 30 χλμ. περίπου, δεν ήταν ούτε πολύ κοντά, αλλά ούτε και μακριά από το Ηράκλειο, ενώ υπήρχε μια καλή –σχετικά- λεωφορειακή συγκοινωνία. Έτσι, μαζί με άλλους τρεις γνωστούς, συμφοιτητές, κατεβήκαμε από το λεωφορείο, στον κεντρικό δρόμο των Μαλίων και με τα πόδια, κατηφορίσαμε ως το τέλος του δρόμου, που σταματάει στη θάλασσα, έξω από το ξενοδοχείο «Γραμματικάκη» -το μοναδικό παραθαλάσσιο τουριστικό κτίσμα, στην περιοχή.
Μπροστά του, μια απέραντη και έρημη αμμώδης παραλία, κι ένα νησάκι με την εκκλησούλα του Τιμίου Σταυρού, σε απόσταση λιγότερο από 100 μέτρα. Τον προβληματισμό μας για τη θέση που θα κατασκηνώναμε, τον έλυσε μια συστάδα από σκηνές, κάπου στο βάθος του οπτικού μας πεδίου, και παντού τριγύρω, ούτε ψυχή, ενώ τα χωράφια με τις καλλιέργειες μπανάνας και οπωροκηπευτικών έφταναν ως την παραλία… τίποτε άλλο.
Φτάνοντας στο χώρο της άτυπης κατασκήνωσης, διαπιστώσαμε ότι κάπου, χαμένο μέσα στη βλάστηση, υπήρχε και ένα κτίσμα δηλ. ένα μικρό δωμάτιο, κάτι σαν πρόχειρο καφενείο. Και εκεί μπροστά, μια μουριά, με το γνωστό κυκλικό περβάζι … σήμα κατατεθέν, στη μέση του πουθενά. Έτσι, λόγω της ύπαρξης του καφενείου, εξηγείται το γιατί κοντά εκεί υπήρχαν οι σκηνές, κάτι σαν αυτοσχέδιο κάμπινγκ. Είπαμε ν’ αράξουμε κι εμείς κάπου δίπλα.
Για νερό, καφέ ή κάτι πρόχειρο, θα μας εξυπηρετούσε ο Θρασύβουλας, ο καφετζής, του οποίου το όνομα, αλλά και τη γνωριμία κάναμε γρήγορα και με αμοιβαίο ενθουσιασμό. Στήσαμε τη σκηνή, βγήκαμε έξω, πήραμε βαθιές ανάσες από το γεμάτο ιώδιο και αλμύρα θαλασσινό αεράκι και εξερευνήσαμε με ικανοποίηση τα γύρω.
Ακόμα πιο μεγάλη ήταν η χαρά μας, στη διαπίστωση ότι στις σκόρπιες σκηνές μπαινόβγαιναν μόνο κατασκηνώτριες, πράγμα ενθαρρυντικό για τις τουριστικόστροφες βλέψεις μας. Η ώρες περνούσαν με την διαπίστωση της καθαρής και φυσικής ζωής που είχαμε μπροστά μας, εκθειάζοντας τα καλά της υγιεινής διατροφής, της ησυχίας του περιβάλλοντος, τη σκληραγωγία από τον ύπνο πάνω στην άμμο κ.ά.
Δυστυχώς, το βράδυ ήρθε η πρώτη ψυχρολουσία, που εξηγούσε και την παντελή αδιαφορία του γυναικείου πληθυσμού, προς εμάς, που όπως κι αν το έβλεπε κανείς, βρισκόμασταν στο απόγειο της νεανικής μας εμφάνισης και δραστηριότητας…
Καθώς έπεφτε το βράδυ, σταδιακά, κατέφθαναν με τα αυτοκίνητά τους αμερικανοί σμηνίτες κ.λπ. που υπηρετούσαν στην Αμερικανική Βάση των Γουρνών. Φαίνεται ότι είχαμε φτάσει στη μέση του έργου, αφού ο καθένας τους, σαν καλός νοικοκύρης, έφερνε μαζί του και τα απαραίτητα τρόφιμα και ποτά, πατατάκια, γαριδάκια (τότε μάλλον άγνωστα, ακόμη, στην αγορά μας) ως και μέσα σε μεγάλες χάρτινες σακούλες, παγάκια για ποτά και κατευθυνόταν στο συγκεκριμένο αντίσκηνο, όπου η κοπέλα, σε φάση αναμονής, σαν καλή νοικοκυρά, παραλάμβανε τα καλούδια, με τις ανάλογες οικειότητες και περιπτύξεις. Με λίγα λόγια, τζίφος η δουλειά.
Οι κυρίες ήταν «σπιτωμένες», ή λόγω της κατασκήνωσης … «κατά-σπιτωμένες». Παρήγορο σημείο, η φιλική συμμετοχή μας στο βραδινό πάρτυ, πάνω στην άμμο, με το (λόγω Βάσης) tax free ουίσκυ να ρέει άφθονο, υπό τον ήχο της φωνής του Otis Redding, από το φορητό ηλεκτρόφωνο: “Sitting on the dock of the bay” … bay ναι μεν, δηλ. παραλία … ΟΚ, αλλά πιο πολύ έμοιαζε με bye, δηλ. «μπάι – μπάι» στις ελπίδες μας, για πιο στενές γνωριμίες με τις χίπισσες κατασκηνώτριες! Εννοείται, ότι την άλλη μέρα, ξεχνώντας τα αγαθά της κατασκήνωσης και της υγιεινής ζωής, μαζέψαμε τη σκηνή και πήραμε το λεωφορείο της επιστροφής, για Ηράκλειο, εις αναζήτηση μιας εντονότερης κοινωνικής –νυχτερινής- ζωής και της απαραίτητης –για την ηλικία μας- ανθρώπινης επαφής!
Φτάσαμε και στο 2.000 (μ.Χ. εννοείται)… 38 χρόνια μετά την πρώτη σχολική εκδρομή στα Μάλια… Ο συμμαθητής μου από την Oklahoma, ο Jimmy, που άλλαξε το όνομά του σε Baldy (φαλάκρας), για να είναι άμεσα αναγνωρίσιμος, μου έγραψε ότι κέρδισε μια κρουαζιέρα στο Αιγαίο, επειδή ψηφίστηκε ως ο καλύτερος ασφαλιστής.
Σκέφτηκε, λοιπόν, να με επισκεφτεί στο Ηράκλειο για ένα διήμερο, πριν πάρει το κρουαζιερόπλοιο από τον Πειραιά. Χάρηκα πολύ, που θα τον ξανάβλεπα, έπειτα από 36 χρόνια. Μαζί του η σύζυγός του Gloria (Glo) και ένα ζευγάρι φίλοι τους, αμερικανοί, ο Jim και η Sherry. Αποκάλυψη ήταν η πληροφορία, ότι ο Jim είχε υπηρετήσει τη θητεία του … στη Βάση των Γουρνών.
Ακόμα μεγαλύτερη έκπληξη, ότι είχε γνωρίσει τη γυναίκα του, όταν αυτή έκανε τουρισμό με ωτο-στοπ, στο Ηράκλειο και συγκεκριμένα, στα Μάλια!!! Επόμενο ήταν, μετά τις γνωστές ξεναγήσεις να περάσουμε από τη Βάση (που τελούσε και τελεί υπό εγκατάλειψη) και συνεχίσαμε για Μάλια, όπου η Sherry έκανε camping.
Σταματήσαμε έξω από το ξενοδοχείο «Γραμματικάκη», όμως μια αναπάντεχη σκηνή παρουσιάστηκε μπροστά στα μάτια μου, στρίβοντας τη γωνία και αντικρίζοντας την απέραντη παραλία. Το πρώην έρημο τοπίο είχε αλλάξει. Τη θέση των καλλιεργούμενων χωραφιών είχε πάρει μια ατέλειωτη σειρά από μπαράκια, ταβέρνες, μαγαζάκια με τουριστικά, ενοικιαζόμενα, είδη σπορ, ξαπλώστρες και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς.
Δεν υπήρχε περίπτωση να εντοπίσω το μοναχικό –τότε- καφενείο του Θρασύβουλα. Μέσα στην απελπισία μου, σκέφτηκα να περπατήσουμε για λίγο κατά μήκος της νέας, πλέον, πολυάνθρωπης παραλίας, με ελάχιστα ψήγματα ελπίδας να έχουν απομείνει.
Μετά από αρκετή ώρα και ευρισκόμενος σε πλήρη απογοήτευση, βλέπω μπροστά μου το Μανώλη, φίλο εκλεκτό, που –όμως- συναντιόμαστε ανά … εικοσαετία. –«Τι γίνεται, ρε Μανώλη; Είσαι καλά; Τι κάνεις εδώ». –«Καλά, εσύ πώς από δω; Εγώ κάνω αυτό το μπαράκι…». –«Ψάχνω να βρω, πού ήταν κάποτε ένα καφενείο … του Θρασύβουλα». –«Αυτό είναι … είναι αυτό που κάνω εγώ!», είπε ο Μανώλης. Αυτό κι αν ήταν σύμπτωση… –«Και ο Θρασύβουλας, τι κάνει;». –«…είναι στα τελευταία του».
Το τοπίο είχε αλλάξει, όμως η μικρή μουριά στεκόταν όρθια από τότε. Λυπήθηκα με τα νέα για το Θρασύβουλα, που δεν κράτησε όσο το δέντρο που είχε φυτέψει. Εξήγησα στην παρέα τα συμβάντα και κάναμε μια προσπάθεια να ξαναφέρουμε στη μνήμη μας πώς ήταν το τοπίο πριν από τρεις δεκαετίες και βάλε… Ζήτησα από το Μανώλη να καθίσω… Μετά από τόσες αλλεπάλληλες εκπλήξεις και συμπτώσεις, το είχα ανάγκη!