Της Κάλλιας Καραταράκη
Χωρίς να το καταλάβει άρχισε να φυτρώνει γύρω της ένας κισσός. Άρχισε να ελίσσσεται έρποντας στους αστραγάλους της, απλώνοντας τις ρίζες του στον αέρα. Γρήγορα αναζήτησε υποστυλώματα στις γάμπες και στα γόνατα. Κατάφερε να κουλουριαστεί πάνω της και να την ακινητοποιήσει. Εκείνη εντυπωσιάστηκε με τη σταθερότητα που της χάρισε. Ένα γερό και στέρεο κράτημα που την έκανε να ισορροπήσει. Συνέχισε χωρίς χάσματα την αναρρίχησή του. Παρακολουθούσε την πορεία που διέγραφε στο κορμί της κρατώντας ακόμη και την ανάσα της για να μην διαταράξει την ανάπτυξή του.
Ξεγελάστηκε από τα καρδιόσχημα φύλλα του και τον τρόπο που αναδιάτασσε τις δυνάμεις του στο χώρο. Αρπαγμένη από τις καμπυλώσεις του δουλώθηκε στην υλική του συνθήκη. Πριν να το συνειδητοποιήσει είχε τυλιχθεί γύρω από τους μηρούς της και εκεί καθυστερούσε για να ξεχυθεί σε όλη την περιφέρειά της εμπεδώνοντας την ισχύ του στο κορμί της.
Μετά πήρε να αγκαλιάζει τη μέση της. Αρνούμενη το αυτεξούσιο της του εκχωρούσε τη δύναμή της και αφηνόταν στην παντοδυναμία του έχοντας πλήρη συνείδηση ότι σε λίγη ώρα δε θα μπορούσε πια να ξεφύγει. Παρέμενε αδρανής, απαθής, να παρακολουθεί εκστατικά την ανθοφορία του και το βλάστημά του. Κατά βάθος της άρεσε το σχήμα που έδινε στο κορμί της. Τώρα είχε περικυκλώσει το στήθος δένοντάς της τα χέρια. Καμιά κίνηση απεμπλοκής. Εξάλλου ένιωθε ότι ήταν κομμάτι του εαυτού της. Με την παρουσία του αισθάνθηκε την έλλειψή της. Χρόνια ζούσε με λειψό σώμα.
Τώρα όμως ποθούσε τη διεύρυνση των ορίων της και αιφνίδια την κατέκλυσε το όραμα ενός διαφορετικού εαυτού. Αυτός απλώθηκε με εφηβικό θράσος στο λαιμό της προκαλώντας της ένα επώδυνο αίσθημα πνιγμού. Η ζωτικότητά της σταδιακά την εγκατέλειπε. Όλα τα σημεία ισχύος παρέλυαν και παραδίδονταν. Το μυϊκό σύστημα μούδιαζε. Ηδονική δυσφορία, ευφορική οδύνη μέχρι την πτώση. Από την αρχή η ήττα της ήταν δεδομένη.
Το κείμενο αυτό προέκυψε την περίοδο του απόλυτου εγκλεισμού, γι’ αυτό και αναδίνει ένα πνιγηρό, κλειστοφοβικό και σκοτεινό συναίσθημα. Δεν αναδεικνύει μια στάση ζωής προς μίμηση, αλλά μια παθητική κατάσταση στην οποία πολλοί παραδίνονται, όταν χαλαρώνουν οι ψυχικές και πνευματικές τους αντιστάσεις, απέναντι σε ό,τι ή όποιον προσπαθεί να γαντζωθεί πάνω τους για να ανθίσει. Πέρα από μία πρόδηλη ερωτική συνδήλωση το αναρριχώμενο φυτό μπορεί να ιδωθεί και ως μια έμμονη ιδέα, ένα δόγμα, μια ιδεολογία, η οποία ριζώνει στη συνείδησή μας περιορίζοντας τη θέασή μας από μια επιμέρους οπτική γωνία και αφαιρώντας τη δυνατότητα αμφισβήτησης και κλονισμού των παγιωμένων πια αντιλήψεων.
Ο Σωκράτης απέρριπτε όχι μόνο αυτόν τον τρόπο θεώρησης της πραγματικότητας, αλλά απαξίωνε την ίδια την ανθρώπινη ζωή που προχωρεί με αξιωματικές θέσεις και δογματικές παραδοχές «ὁ δὲ ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ» μια ανεξέλεγκτη ζωή είναι μια ζωή που δεν αξίζει να τη ζει κανένας άνθρωπος)1 .
Χωρίς τον λογικό έλεγχο εκχωρούμε την ελευθερία μας να κρίνουμε, να αξιολογούμε, να επιλέγουμε σε εκείνους που «έχτισαν τα μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μας τείχη», που ενδέχεται να προσφέρουν βέβαια την ασφάλεια ενός σταθερού προορισμού χωρίς άλλες έγνοιες, αλλά στερούν το αυτεξούσιο. Και το «ανεπαισθήτως» σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να αποτελέσει ελαφρυντικό για εκείνον που φοβήθηκε το βάρος της ελευθερίας.