Μέσω της πρωτοβουλίας του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης να μην ακυρώσει την 22η φετινή διοργάνωση αλλά να προσαρμοστεί στις συνθήκες της πανδημίας και να διεξαχθεί διαδικτυακά παρακολούθησα τη νέα ταινία της σκηνοθέτιδας Διονυσίας Κοπανά Το Ίχνος του Χρόνου, 2020, 97’ στο τμήμα “Ανοιχτοί Ορίζοντες” του φεστιβάλ. Μια ταινία με κρητικό χρώμα αφού η πλειοψηφία των γυρισμάτων πραγματοποιήθηκε στο νησί με αφορμή τον σπουδαίο αρχαιολόγο Γιάννη Σακελαράκη.
Στη μικρή μου οθόνη αποκαλύφθηκε μια αρχαιολογία της μνήμης, των ανθρώπων και των συναισθημάτων που βιώνονται μπροστά στην προσωπική αναζήτηση του χρόνου από τον Γιάννη Σακελλαράκη και τη σκηνοθέτιδα. Η ίδια δηλώνει: «Αρχίζω ένα ταξίδι αναζήτησης για έναν άνθρωπο που δεν είναι πια παρών, ακολουθώ τα ίχνη που άφησε στους τόπους, στους ανθρώπους. Ίσως και να καταλάβω ποιος ήταν, ίσως και όχι.
Αυτή όμως είναι η δική μου αρχαιολογία, η δική μου ανασκαφή στην άμμο των ανθρώπινων εμπειριών.». Ζώμινθος, Αρχάνες, Ζάκρος, Κύθηρα, Ορεινή Αρκαδία τόποι γνώριμοι που στέκονται αγέρωχα και κατοικούνται πολύ πίσω στο χρόνο μοιάζουν ως ένα σταθερό σημείο αναφοράς μπροστά στη δική μας θνητότητα. Τι αλλάζει λοιπόν; Γεννιόμαστε, ζούμε και πεθαίνουμε٠ και αυτό που μένει είναι το προσωπικό και συλλογικό βίωμα, η προσωπική και συλλογική μας μνήμη.
Στην ταινία αντιλαμβανόμαστε τον χρόνο ως βίωμα που καταγράφεται μέσω της μνήμης και ταυτόχρονα παρουσιάζεται και γίνεται αντιληπτός ως όλον. Μάλιστα η σκηνοθεσία τολμάει να μας δείξει «πλάνα από το μέλλον» προσπαθώντας να αποτυπώσει την ενιαία διάσταση του χρόνου χωρίς τον διαχωρισμό σε παρόν, παρελθόν και μέλλον.
Πρόκειται για μια αίσθηση και θεώρηση του χρόνου στενά δεμένη με τον χώρο. Όλα είναι εδώ, υπάρχουν σε αυτό τον χώρο. Οι αρχαιολογικοί χώροι εμπεριέχουν ορατά αυτή τη σχέση χώρου και χρόνου όπως και οι άνθρωποι που τους πλαισιώνουν.
Ο Γιάννης Σακελλαράκης μας διδάσκει ότι το μεγαλύτερο δώρο μιας ανασκαφής δεν είναι η ανάσυρση στο φως πλουμιστών αντικειμένων αλλά «ο άνθρωπος που σκάβει» και ο πλούτος της εμπειρίας που αποκομίζει αποκτώντας συνείδηση της διαχρονικότητας του χρόνου.
Το ντοκιμαντέρ της Διονυσίας Κοπανά παρακολουθείται ως μια παράλληλη ενδοσκόπηση με την αρχαιολογική ανασκαφή για να αφήσει το δικό του ίχνος στους θεατές. Ο κινηματογραφικός φακός καταγράφει με ειλικρίνεια τα πρόσωπα και τον χώρο άλλοτε από απόσταση και άλλοτε από πολύ κοντά.
Οι αποστάσεις καταργούνται, η ηρεμία του χώρου που βρίσκεται σε αρμονία με την φύση, σε συνδυασμό με τη μουσική του Γιάγκου Χαιρέτη και την εξομολογητική διάθεση της ταινίας, προσκαλούν τον θεατή να γίνει και ο ίδιος κοινωνός αυτής της αναζήτησης.
*Η Ευαγγελία Θεμελή είναι εκπαιδευτικός – ιστορικός κινηματογράφου