Σεβασμιώτατε η ευχή σας.
Επειδή αληθινά προσπάθησα, εναγωνίως μάλιστα και επί μακρόν, για το ευλογημένο «ραντεβού» μας, ή την, αλλιώς πως, υποδειχθήσαν ευγενώς από μέρους σας, δια της υπ αρ. 578/3-2-2020 προς εμέ επιστολής σας, συνάντησή μας, και αυτό δεν κατέστη δυνατόν μέχρι και σήμερον, υποχρεώνομαι καθώς τα πράγματα τρέχουν, όλο και περισσότερο, αντίχριστα, να απευθυνθώ πλέον προς Υμάς δημόσια.
Σεβασμιώτατε,
Έχουν περάσει ασφαλώς κάποια χρόνια από την ιερατική εκείνη σύναξη, κατά την οποία παρουσιάζοντάς μας, εκ του ιερού Ευαγγελίου, τον «οικονόμο της αδικίας», ως ένα ξεχωριστό τύπο οικονόμου, μας είπατε εμφαντικά πως έπρεπε να τον προσέξουμε ιδιαίτερα, αφού τον επαινεί και ο Κύριος.
Μάλιστα Σεβασμιώτατε, τον επαινεί ο Κύριος. Δεν μας είπατε όμως ότι τον επαινεί αντιδιαστέλλοντάς τον προς τους αδιάφορους οικονόμους της χάριτος. Ναι, σε σχέση με αυτούς, καθώς όντως υπερέχει.
Έτσι, για να είμαι ειλικρινής όχι μόνον δεν αναπαύθηκα από τα λεχθέντα, αλλά αντίθετα ανησύχησα, ενοχλήθηκα, ταράχθηκα, το άφησα όμως απαρατήρητο, καθώς είπα «να δώσω τόπο στην οργή» μιας και υπήρχε το ενδεχόμενο να μην είχα καταλάβει καλά.
Σήμερα όμως, Σεβασμιώτατε, πρέπει να πω, και ασφαλώς με λύπη μου, πως ατυχώς και τότε καλά κατάλαβα.
Χρειάστηκε, θα πει κάποιος τώρα, τόσος χρόνος για να καταλάβεις;
Όχι βέβαια! Αλλά κάθε φορά που εξέφραζα την ανησυχία μου-την ένστασή μου, ως την αγωνία μου στον Επίσκοπό μου, ο Επίσκοπος (Αρχιεπίσκοπος) με διαβεβαίωνε πως δεν υπάρχει λόγος διαφωνίας- «παραφωνίας», δηλαδή δεν συμβαίνει κάτι κακό. Με καθησύχαζε λοιπόν ο Σεβ. Αρχιεπίσκοπος, όπως θα επιχειρούσε να το κάνει για μια ακόμα φορά και τώρα, αν μπορούσε, προκειμένου «να κοιμάμαι ήσυχα».
Όμως, αυτό δεν έγινε, το κατά τα άλλα στο όνομα «της αληθείας ζητούμενο», ραντεβού μας, καθώς μας πρόλαβαν οι ραγδαίες των πραγμάτων του κόσμου «εξελίξεις».
Λίγη-μικρή σημασία έχει, πιστεύω, το όνομά των εξελίξεων, αφού με αυτές τα πράγματα έχουν γίνει πλέον εμφανή. Κι έχουν γίνει εμφανή λόγω της εκτάκτου ανάγκης που στον κόσμο έχει προκύψει και η Εκκλησία «δέχεται» μαζί με όλους τους άλλους να τρέξει να κρυφθεί.
Αυτός λοιπόν είναι ο λόγος που η επιστολή μου αυτή προς τον Σεβασμιώτατο σήμερα είναι ανοικτή.
Θελήσαμε, λοιπόν, Σεβασμιώτατε να συμμορφωθούμε, όχι βεβαίως πλέον ως πρόσωπα, αλλ’ ως Εκκλησία με τον «οικονόμο της αδικίας»;
Αλήθεια, «αγιοπνευματικά», δεν μας προβλημάτισε καθόλου η στάση, ο φόβος ως πανικός, όλος αυτός ο θόρυβος
των ανθρώπων που τρέχουν για να σωθούν; Ποιό «σωτήρα αλήθεια ψάχνουν;
Ατυχώς, βεβαίως, επειδή δεν έχουν άλλο αγαθό πέρα από την «επιβίωση», εκφραζόμενη ως «άνάγκη», δια τα ολοκληρωτικά καθεστώτα από τη μια και ως «ευδαιμονία»- καλοπέραση, «ανόητο πλουτισμό», για τους τάχα φιλελεύθερους από την άλλη, έχασαν τον όποιο θεοποιημένο «τζόγο» τους και ψάχνουν τώρα τί;
Έτσι και θα μπορούσε, ίσως, να καταννοήσει κανείς ως δικαιολογημένο όλο αυτό το φρικτό που γίνεται, καθώς οι άνθρωποι εξακολουθούν να επιδιώκουν, ακόμα και τώρα όπως και χθες, το «νομιζόμενο» ως το κατ’ εξοχήν ζητούμενο.
Νομίζω όμως, πως όλη αυτή η αγωνία, όλος αυτός ο φόβος και ο απίστευτος πανικός, θα έπρεπε ως Εκκλησία, αλλιώς πως, να μας είχε προβληματίσει. Και θα αρκούσε βεβαίως στον παρόντα χαμό να μην αγνοούσαμε τον του Ευαγγελίου τυφλόν που, με παρρησία και παρά την απειλή πως θα γίνει «αποσυνάγωγος», ζήτησε από τον Χριστό: «ίνα αναβλέψω».
Έτσι, αντί να συντασσόμεθα-συστρατευόμεθα με την κραυγή της απόγνωσης ή με τους «δυνάστες» του κόσμου και να τρέχουμε να κρυφθούμε στα ερείπια του σάπιου «πύργου» τους, να τους αντιπροτείνουμε με ευθύτητα, σθεναρά-ψυχωμένα την «Κιβωτό», ως την μόνη διαχρονικά, ναι στο παρόν και στο μέλλον, Ελπίδα Σωτηρίας του κόσμου, τον Χριστό. («Στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου»).
Αλήθεια, που, είναι η Εκκλησία, Σεβασμιώτατε, σήμερα;
Επιτρέψαμε, «αγαπητικά» και «φρόνιμα», όπως λέτε, η Αλήθεια να γίνει ψιλά γράμματα, να υπάρχει δηλαδή ως δευτερεύουσα πρόταση στα φοβερά, ως φοβικά, της επιστήμης ανακοινωθέντα;
Μέχρι πρότινος «κλαψουρίζαμε», Σεβασμιώτατε, λέγοντας πως δεν μας επιτρέπουν, ενώ κατ’ ουσίαν φαίνεται πως εμείς οι ίδιοι αποφεύγαμε. Κάναμε, ως άλλοι «κομψευόμενοι», το Λόγο μας, τον «τομώτερον υπέρ πάσαν μάχαιραν», στρογγυλό, καθώς δεν θέλαμε να χάσουμε αυτά που έχουμε. Θέλαμε, επειδή νιώθαμε ανίσχυροι την τάχα σοβαρή «οικοδομή», προκειμένου κι εμείς να στεγαστούμε.
Ή είναι Θεοστήρικτος Σεβασμιώτατε αυτή η «Οικοδομή»- «Πόλις» ή δεν μας χρειάζεται, καθότι είναι για τη σωτηρία του λαού του Θεού επιζήμια.
Σεβασμιώτατε, καλά κακά όμως αυτά πέρασαν και ο καιρός του «οικονόμου της αδικίας», όπως φαίνεται, παρήλθε. Ο κόσμος, ασφαλώς, δικαιολογημένα τρέχει καθώς δεν ξέρει, και δεν μπορεί να ξέρει, τι έγινε. Γι’ αυτό, και επειδή του είπαν πως πρέπει να τρυπώσει για να γλυτώσει, αυτό κατ’ ανάγκην και κάνει.
Παρά ταύτα όμως εκείνοι που θα έπρεπε αλήθεια να κρυφτούν, εάν θα ήθελαν «ξύπνια», κατά κόσμον, να σκεφθούν, δηλαδή να γλυτώσουν, έχουν προτάξει τα στήθη τους. Ναι, έχουν κλείσει καλά τα αυτιά τους σ’ αυτούς που τους θεωρούν ανόητους και έχουν σφίξει δυνατά τα δόντια τους για να αντέχουν τη δυσκολία τους, και να, υπηρετούν ένδοξα το χρέος τους προς την «Πατρίδα». «Μάχονται» όντως «υπέρ βωμών και εστιών». Είναι κυριολεκτικά δίπλα στον χρήζοντα, τον «εμψυχώνουν» Σεβασμιώτατε, αλήθεια η Εκκλησία δεν κατάλαβε πως αυτή τη φρικτή ώρα έχει μιλήσει ο Θεός; Ναι, έχει μιλήσει ο Θεός, καθώς έχει παραχωρήσει μπροστά στη μανία του διαβόλου μια νέα για την ανθρωπότητα «πληγή», όπως άλλοτε στον Ιώβ, και η οποία σύμφωνα με τον Λόγο Του: «Eν ουδενί δύναται εξελθείν ει μη εν προσευχή και νηστεία».
Η προσευχή είναι αυτό που εμείς στο Θεό προσφέρουμε και η νηστεία αυτό που Εκείνος μας αντιπροσφέρει. Ως μη έχοντες, δια της προσευχής ζητάμε και ως πλουτούντες, με όσα δια της προσευχής λαμβάνουμε, ευχαριστούμε, δηλαδή νηστεύουμε.
Δεν είναι δουλειά μας, πιστεύω, να ψάξουμε να βρούμε πώς το πράγμα έγινε, καθώς εμείς αγιογραφικά το γνωρίζουμε.
Ή μήπως δεν είμεθα αυτοί που καθημερινά, αγωνιώντας βεβαίως, λέγαμε-λέμε ότι είναι αμαρτία η απομάκρυνση του «κόσμου», των ανθρώπων δηλαδή, από το θέλημα του Θεού;
Και, δικαιολογημένα, είχαμε ένα τέτοιο φόβο.
Φαίνεται όμως πως το λέγαμε το πράγμα, αλλά δεν το εννοούσαμε. Πιστεύαμε μάλλον πως αφορούσε τους άλλους, κι όχι εμάς. Έτσι δυστυχώς δεν αντιλαμβανόμεθα, ούτε και τώρα, πως η δική μας απομάκρυνση είναι φρικτότερη των «κοινών θνητών», τουτέστιν των υπολοίπων, των τάχα απίστων, καθ΄ ημάς, ανθρώπων. (Πού είσαι ευλογημένε Ιωνά;)
Μιας λοιπόν και απολαμβάναμε ξεχωριστά του ελέους-της φιλανθρωπίας του Θεού φθάσαμε να νιώθουμε ήδη και στον Παράδεισο, και τούτο επειδή, αλίμονο, θεωρούσαμε-θεωρούμε τους εαυτούς μας καλύτερους από τους άλλους!
Έτσι, δυστυχώς χωρίς γνήσιο φόβο Θεού, όπως άλλοτε άλλοι, (παλαιός Ισραήλ) επαναλαμβάνουμε σήμερα ανερυθρίαστα το απίστευτο: «Ουκ έχομεν βασιλέα ει μη Καίσαρα». Λέτε αυτός να είναι και ο λόγος για τον οποίο τον τελευταίο καιρό έχουμε κάνει «ρεκόρ αγίων»; Μήπως αλήθεια τους θεωρήσαμε κι αυτούς του χεριού μας, ήτοι οφείλοντας υπακοή στην αυθαιρεσία μας ή την αποστασία μας;
Αλήθεια Σεβασμιώτατε, είμαστε εμείς τα «πρόβατα τα εν μέσω λύκων» όπως μας θέλει ο Κύριος; Είμαστε εμείς που είχαμε- έχουμε εμπιστευθεί στην Πρόνοια Του την ζωή μας;
Τι κρίμα λοιπόν! Οι υιοί της «Βασιλείας» έφθασαν σαν ζητιάνοι στης αφιλοξένης χώρας την ακοσμία! Οι «απολέσαντες ασώτως» την πατρική Ουσία, τον μοναδικό Πλούτο, κατάληξαν στις «αυλές των ανθρώπων της ημέρας», προκειμένου, με τα «σκουπίδια» τους, ως τα αγαθά τους, να μπορέσουν να κάνουν πνευματική προκοπή.
Τώρα δε, βεβαίως, καθώς «εκείνοι» έχουν γίνει, όπως πιστεύουν, αλλά και γιατί όχι, πάροχοι-χορηγοί, απαιτούν αθεόφοβα-αδίστακτα και την δική μας κληρουχία ως αντιπαροχή.
Σεβασμιώτατε, αυτό το πράγμα δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνει, δεν πρέπει, για την ακρίβεια, άλλο να συνεχιστεί. Και δεν πρέπει να συνεχιστεί αν, έστω και τώρα, η Εκκλησία συνειδητοποιήσει τη δική Της ξεχωριστή για τον άνθρωπο αποστολή, την αληθινή της μπροστά στο Θεό ευθύνη και δώσει Μαρτυρία ιεροπρεπή. («Γίνεσθέ μοι μάρτυρες, και εγώ μάρτυς Κύριος ο Θεός».)
Δεν είναι χωράφι μας η Εκκλησία, Σεβασμιώτατε, και, κατά τούτο, σε κανένα και από κανένα δεν μπορεί να εκχωρηθεί. Ανήκει στο λαό του Θεού. Είναι η Ουσία του. Είναι η Ζωή του.
Είναι το «βιός» του και η βιωτή του.
Γι’ αυτό η μετάνοια, Σεβασμιώτατε, πρωταρχικά αφορά εμάς οι οποίοι είμεθα οι ποιμένες. Εμάς δηλαδή που έχουμε την εξουσία του Πέτρου. Του Πέτρου όμως, ως όντως «διακόνου» και κατά τούτο αληθινού Ποιμένος, και όχι την Παπική.
Αλήθεια Σεβασμιώτατε, αυτήν την εξουσία πώς τη χειριζόμεθα; Ρωτώ, επειδή αδιαμφισβήτητα, κατά τον Θείο της Εκκλησίας Δομήτορα, την έχει ο Πέτρος (αυτή η παράξενη πέτρα) κι όχι κάποιος άλλος, διότι αυτός ήταν, αυτός είναι, που με την μετάνοιά του, ήτοι την καθαρή-αγνή-άδολη στη χάρη του Θεού παράδοσή του, «έκτισε» την, όντως σώζουσα, πίστη του και πίστη μας, ως άλλην «εκατονταπλασίονα καρποφορούσα γη».
Την έχει, Σεβασμιώτατε, ο Πέτρος, επειδή έμαθε, καθώς κι εκείνος έπαθε, να προσλαμβάνει τους αληθινά μετανοούντας, και όχι να τιμά παπικά τους παντί τρόπω «χρηματοδοτούντας», ή, αλλιώς πως, τους κατά κόσμον πλουτούντας, τους οποίους όφειλε- οφείλει, τότε που με δόλιο τρόπο προσέρχονται, «προδρομικά» να τους ελέγχει, σωτήρια να τους καλεί «επί την τιμήν», κι όχι «δουλικά» να τους ευγνωμονεί.
Ασφαλώς, άλλο πράγμα είναι το δίλεπτο της χήρας για το οποίο και «αιώνια θα μνημονεύεται» και άλλο το πολλαπλάσιο του Ανανία και της Σαπφείρας που τους οδήγησε στην ανεπιθύμητη της καταδίκης γη. Σεβασμιώτατε, δεν νομίζω πως κάτι καινούργιο σήμερα είπα στην αγάπη σας, απ’ όσα σε προγενέστερες, κατ’ ιδίαν ή και παρουσία άλλων θεοφιλών προσώπων, συζητήσεις μας σας έχω πει, καθώς και δεν διανοήθηκα να πω κάτι άλλο απ’ αυτά που σε όλους μας είναι γνωστά και δημόσια αποδεκτά, ως η Ορθόδοξη Πίστη μας ή το «Σύμβολο» της Πίστεώς μας.
Έγραψα, λοιπόν, στον Επίσκοπο και δια την «δυσκολία» του στον του Κυρίου λαό. Έγραψα όχι περιμένοντας τον του ανθρώπου έπαινο, αλλά προσφέροντας στον Κύριο λίγο πριν «οι λίθοι κεκράξονται» το οφειλόμενο, τουτέστιν την Ομολογία, ως τα της ευγνωμόνου αμαρτωλής ψυχής δάκρυα.
Ναι, Σεβασμιώτατε, αυτό το ελάχιστο που οφείλουμε σ΄ Εκείνον, ο Οποίος δια της ενανθρωπήσεώς Του, κατά τον ιερό ευαγγελιστή της αγάπης, μας προσφέρει το παν. Σε Εκείνον που όντως τον ενδιαφέρει όχι μόνον το «ίνα ζωήν έχωσι, αλλά και περισσόν έχωσι».
Ευλαβώς δε και «νουνεχώς» σας ασπάζομαι και διατελώ εν αγία υπακοή.