Στο πλαίσιο της εναρμόνισης της ελληνικής νομοθεσίας με την ευρωπαϊκή οδηγία 2008/52/ΕΚ, ψηφίστηκε μια σειρά νομοθετημάτων, με σκοπό την θεσμοθέτηση της διαδικασίας διαμεσολάβησης και στην χώρα μας, με πιο πρόσφατο νομοθέτημα τον ν. 4640/2019.
Πρώτα όμως, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Διαμεσολάβηση είναι μια μέθοδος εξωδικαστικής επίλυσης των διαφορών που προκύπτουν μεταξύ ιδιωτών, μία μέθοδος ειρηνικής και αμοιβαία ικανοποιητικής διευθέτησης της διαφοράς.
Στην προσπάθειά τους, αυτή, τα μέρη έχουν την υποστήριξη, βοήθεια και συνδρομή ενός ανεξάρτητου καιουδέτερουπροσώπου, αυτoύ του/της ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗ/ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΡΙΑΣ.
Το πρόσωπο αυτό είναι κατάλληλα και ειδικά εκπαιδευμένο, ενώ μετά από εξετάσεις διαπιστεύεται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης.
Σπουδαίο είναι, να γίνει σαφές, πως ο/η διαμεσολαβητής/διαμεσολαβήτρια:
Δεν είναι δικαστής,
δεν εκδίδει απόφαση,
δεν επιβάλει στα μέρη τη λύση της δικής του επιλογής.
Απλώς, τα διευκολύνει να επικοινωνήσουν, ώστε να τα βοηθήσει να καταλήξουν σε μια συμφωνία αμοιβαία αποδεκτή, εφόσον τα ίδια κρίνουν ότι αυτή ικανοποιεί τα συμφέροντά τους (win-winsituation).
Στην Κρήτη, εξάλλου, είμαστε περισσότερο εξοικειωμένοι με έναν τέτοιο θεσμό, αφού αυτός ο πολιτισμένος τρόπος επίλυσης των διαφορών μεταξύ συγχωριανών, είχε την δική του θέση στην κρητική κοινωνία.
Ο λόγος για τον θεσμό του «σασμού» και αντίστοιχα του «σάστη», μιας διαδικασίας που οι ρίζες της χάνονται στα βάθη του χρόνου και φτάνει έως τις μέρες μας. Ένας πολύπλοκος θεσμός, που συχνά δρα παράλληλα με την αυτεπάγγελτη λειτουργία των Αρχών και ενίοτε προλαμβάνει την δράση τους.
Ο «σάστης» ήταν ένα πρόσωπο «υψηλού κύρους» που έχαιρε εκτίμησης στις τοπικές κοινωνίες, (έπρεπε να χει «κόζι», δηλαδή να είναι «κοζαλής»). Είναι -ακόμα και σήμερα- ο συμφιλιωτής, ο ειρηνοποιός.
Υπερτερούμε, λοιπόν, σε σχέση με τους λοιπούς πολίτες της χώρας μας και είμαστε σε θέση να αντιλαμβανόμαστε τα σημαντικά οφέλη της διαμεσολάβησης:
α) την εξοικονόμηση χρόνου (δυνατότητα ταχείας επίλυσης της διαφοράς σε διάστημα πολύ μικρότερο απ’ αυτό που απαιτείται για την εκδίκαση μιας υπόθεσης στο δικαστήριο),
β) την εξοικονόμηση κόστους (σε σχέση με ένα μακροχρόνιο δικαστικό αγώνα, καθώς μάλιστα τα έξοδα βαρύνουν και τα δύο μέρη εξίσου),
γ) το απόρρητο της διαδικασίας (η διαδικασία διεξάγεται σε ένα πλαίσιο εμπιστευτικότητας, καθώς πριν την έναρξή της όλοι οι συμμετέχοντες –και ο/η διαμεσολαβητής/διαμεσολαβήτρια- δεσμεύονται εγγράφως να μην δημοσιοποιήσουν ευαίσθητες πληροφορίες σχετικά με την διαφορά τους. Μάλιστα, ο/η διαμεσολαβητής/διαμεσολαβήτρια απαγορεύεται –κατά τις ξεχωριστές επαφές του με τα μέρη, σύμφωνα με την διαδικασία- να γνωστοποιεί τις πληροφορίες που αντλεί, κατά τις επαφές αυτές στο άλλο μέρος, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του).
δ) τον έλεγχο του αποτελέσματος (αφού τα μέρη συμμετέχουν στην διαμόρφωση των όρων της συμφωνίας, κάτι που δεν μπορεί ποτέ να επιτευχθεί με μια δικαστική απόφαση).
Γιατί όμως, τόση συζήτηση ειδικά αυτήν την περίοδο, για την Διαμεσολάβηση;
Επειδή με τον καινούριο νόμο προβλέπεται ένα υποχρεωτικό στάδιο μίας μόνο συνάντησης των μερών με τους δικηγόρους τους ενώπιον του/της διαμεσολαβητή/διαμεσολαβήτριας, ώστε να διερευνηθεί αν τα συγκεκριμένα μέρηείναι σε θέση να επιλύσουν την συγκεκριμένη διαφορά με διαμεσολάβηση.
Αυτό το υποχρεωτικό στάδιο δεν αφορά όλες τις υποθέσεις, παρότι όλες οι ιδιωτικές διαφορές μπορούν, δυνητικά, να λυθούν με αυτόν τον ειρηνικό και πολιτισμένο τρόπο.
Το υποχρεωτικό στάδιο αφορά i) οικογενειακές διαφορές (από 15 Ιανουαρίου 2020), ii) εκείνες που το αντικείμενο της διαφοράς ξεπερνά το ποσό των 30.000€ (από 15 Μαρτίου 2020) και iii) όταν υπάρχει σε ιδωτική συμφωνία με ρήτρα διαμεσολάβησης.
Τώρα, στην περίπτωση που τα μέρη τα καταφέρουν και βρουν την λύση που τα ικανοποιεί, το πρακτικό που συντάσσεται έχει τις συνέπειες μιας δικαστικής απόφασης και γίνεται άμεσα εκτελεστό με ελάχιστο κόστος.
Φαίνεται, λοιπόν, πως αν αυτός ο θεσμός προχωρήσει και στην χώρα μας (ήδη λειτουργεί αποτελεσματικά στην Ιταλία, την Αγγλία, την Γερμανία, την Κροατία, την Ουγγαρία, την Γαλλία και το Βέλγιο) όλοι θα είναι ευχαριστημένοι.
Σίγουρα, οι λειτουργοί της δικαιοσύνης, που θα δούμε το επάγγελμά μας να… «εκπολιτίζεται», αποφεύγοντας διαπληκτισμούς και ακρότητες στις δικαστηριακές αίθουσες, ενώ επιτέλους θα αποσυμφορηθεί η λειτουργία της δικαιοσύνης από υποθέσεις που θα μπορούσαν να επιλυθούν εξωδικαστικά και οι δικαστές θα μπορούν να αφοσιωθούν, ουσιαστικά, σε υποθέσεις που μόνο εκείνοι μπορούν να επιλύσουν, σύμφωνα και με το κύρος τους.
Σίγουρα, θα έιναι ευχαριστημένοι και οι πολίτες αφού σε σύντομο χρονικό διάστημα και με λιγότερα έξοδα θα δίνουν λύση -που μάλιστα τους ικανοποιεί- στο ζήτημα που τους απασχολεί, οριστικά.
Ας δώσουμε, λοιπόν, μια ευκαρία στον σύγχρονο «σασμό».
*Η Έλλη Ζαχ. Μιχελάκη είναι δικηγόρος, διαπιστευμένη διαμεσολαβήτρια (Υ.Γ. εγγονή και δισεγγονή των πιο «κοζαλήδων» σαστών των Αστερουσίων)