-”Παιδιά, κι είντα ‘ναι
η καταχνιά
και τούτη η μαυρίλα
και γιάντα φεύγουν τα πουλιά
κι ανατριχιούν τα δάση;”
– “Οι Γερμανοί πλακώσανε
κι ουρανοκατεβαίνουν
με μηχανές και με φωθιά
την Κρήτη κατακαίουν”.
Κρήτη στα μαύρα δα ντυθείς
στα σίδερα δα πέσεις.
Πάλι τση Κρήτης τον αϊτό
κρούσταλλα δα σκεπάσουν.
μα θα ΄ρθει μέρα λαμπερή
να ξαναλιώσουν πάλι.
Δημοτικό
Ήταν Μάης του 1941. Η Κρήτη, η μεγάλη αρχόντισσα της Μεσογείου, στολισμένη με όλα τα στολίδια της Άνοιξης, με όλα τα χρώματα και τ’ αρώματα του Μάη, ετοιμαζόταν εκείνο το πρωινό να καλωσορίσει την καινουρια μέρα λαμπρή της Χριστιανοσύνης, γιορτή των Ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης.
Τίποτα δεν προμηνούσε την καταιγίδα που θα ξεσπούσε σε λίγο, τίποτα δεν έδειχνε ότι το καταγάλανο στερέωμα του κρητικού ουρανού θα σκοτείνιαζε από τα κατάμαυρα σαρκοβόρα θεριά του φασισμού, που θα σκορπούσαν φωτιά και θάνατο στο νησί των Γενναίων.
Ολόκληρη σχεδόν η Ευρώπη, την ώρα εκείνη, στέναζε κάτω από την μπότα του πιο στυγνού, του πιο βαρβάρου και αδίστακτου εισβολέα και κατακτητή.
Ο μαύρος αγκυλωτός σταυρός, σύμβολο της χειρότερης μορφής φασισμού, κυμάτιζε πάνω απ΄ τα συντρίμμια, που άφηνε πίσω της η ναζιστική θηριωδία και βεβήλωνε με την αποκρουστική παρουσία του το βράχο του λαμπρότερου πολιτισμού, που επέδειξε ποτέ η ανθρωπότητα, τον ιερό βράχο της Ακρόπολης των Αθηνών.
Και μόνο η Κρήτη, το προπύργιο τούτο της λευτεριάς, ανέπνεε ακόμα ελεύθερο, μόνο στα δικά της κάστρα κυμάτιζε ακόμη η γαλανόλευκη.
Τούτο το προπύργιο, που έμελλε να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο, λόγω και της εξαιρετικής γεωπολιτικής της θέσης στην όλη πορεία και έκβαση Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που αντιστεκόταν πεισματικά στη θέληση των εκλεκτών της Αρίας φυλής, τους έκλεινε το θαλάσσιο δρόμο και ορθωνόταν εμπόδιο στα μεγαλόπνοα σχέδιά τους, ανίκανοι να το κατακτήσουν από τη θάλασσα, επιχειρούν εναέρια επιδρομή με αλεξίπτωτα.
Αισιόδοξοι και πεπεισμένοι για το ακαταμάχητο της υπεροχής τους, ξεκίνησαν εκείνη την ημέρα, 20 Μαΐου 1941, για ένα σύντομο και ανώδυνο για εκείνους, όπως λογάριαζαν, εναέριο περίπατο.
Λογάριαζαν όμως, λάθος όπως πιστοποιούσε και τραγουδούσε αργότερα η λαϊκή μας Μούσα.
Αν κάτεχε ο φασισμός στην Κρήτη ήταν δα πάθει,
δε θ’ αποφάσιζε ποτέ να κάμει τέτοια λάθη
Λογάριαζαν λάθος, γιατί δεν ήξεραν πως ξεκινούσαν για περίπατο:
Στον τόπο που δε βάσταξε ποτέ σκλαβιάς σκοτάδι,
γιατί’ είχε Αρκάδια στην ψυχή πριν δοξαστεί τ’ Αρκάδι
Οπως δεν ήξεραν και την “κουζουλάδα” του Κρητικού ο οποίος δηλώνει απερίφραστα:
“Δεν τη βαστώ ‘γω τη σκλαβιά στον κόσμο τον απάνω
και το ‘χω πίκρα μου να ζω, χαρά μου να ποθάνω”
Δεν ήξεραν και ήρθαν. Ήρθαν πάνοπλοι με ό,τι τελειότερο διέθετε ο δικός του πολιτισμός. Ο πολιτισμός τους μίσους και της βίας. Με τα πιο σύγχρονα, τα πιο αξιόπιστα και αποτελεσματικά φονικά όπλα. Απροετοίμαστη και άοπλη, η Κρήτη με τους γενναίους της διασκορπισμένους, καταπληγωμένους και εξουθενωμένους από την ηρωική αντίσταση των συνόρων, έσπευσε ν’ αντισταθεί στον ουρανοκατέβατο εχθρό, με τα όπλα του δικού της οπλοστασίου:
Με το πύρωμα της ψυχής
με την ακατάλυτη δύναμη της πίστας
και της λαχτάρας για λευτεριά
και εθνική ανεξαρτησία,
με τη δύναμη που γεννά η αίσθηση της αδικίας.
με την απίστευτη έξαρση που προκαλεί η πίστη και η προσήλωση στο υπέρτατο χρέος.
Και έγινε η μάχη. Η Μάχη των Μαχών όπως αποκαλέστηκε. Η μάχη της τιμής και του χρέους. Αναμετρήθηκε ο μικροσκοπικός Δαβίδ με την πέτρα και τη σφεντόνα του, με τον αήττητο Γολιάθ, το σιδερόφρακτο τέρας του φασισμού και τον νίκησε. Τον νίκησε γιατί:
Ανέκοψε την πορεία του
Άλλαξε τη ροή του πολέμου
Έδωσε χρονική ανάσα στους συμμάχους
Μα, προπαντός, αχρήστεψε και γελοιοποίησε το φοβερότερο όπλο του εχθρού, τους αλεξιπτωτιστές.