Θυμάσαι εκείνους τους καιρούς που κάνανε καντάδες;…

ΤΟΤΕ ΠΟΥ Ο ΕΡΩΤΑΣ ΗΤΑΝ ΑΚΟΜΗ ΠΛΑΤΩΝΙΚΟΣ

435

 

  1. Θυμάσαι ‘κείνους τους καιρούς

που κάνανε καντάδες

και λέγανε στις κοπελιές

τη νύχτα μαντινάδες;

 

  1. Θυμάσαι ‘κείνη τη νυχτιά

που ‘ρθα στη γειτονιά σου,

παρέα με τον έρωτα

να κλέψω την καρδιά σου;

 

  1. Μ’ ένα γλυκόλαλο βιολί

άρχισα τις καντάδες

και σου ‘λεγα γλυκόλογα

μ’ όμορφες μαντινάδες.

 

  1. Δεν τις ξεχνώ, αγάπη μου,

ποτέ τις μαντινάδες,

που σου ‘πα εκείνες τις βραδιές

στις πρώτες μου καντάδες:

 

  1. Ήλιε μου, όταν σ’ είδανε

τα μάτια τα δικά μου,

μου σάλεψαν τα λογικά,

σταμάτησε η καρδιά μου!

 

  1. Είχα ορκιστεί, μικρούλα μου,

να μην ξαναγαπήσω,

μα γίνεσαι η αφορμή

τον όρκο να πατήσω.

 

  1. Είπα να πάψω ν’ αγαπώ,

μα βρέθηκες μπροστά μου,

με μάγεψες, με σκλάβωσες,

μεγάλε έρωτά μου.

 

  1. Ως σ’ αγαπώ δε σ’ αγαπά

η μάνα που σ’ εγένα,

γιατί ‘χει αυτή κι άλλα παιδιά,

μα εγώ ‘χω μόνο εσένα!

 

  1. Πες μου και συ το “σ’αγαπώ”

κι αληθινά σου λέω,

θα γιατρευτώ, δε θα πονώ,

θα γιάνω, δε θα κλαίω.

  1. Πολλές καντάδες σου ‘καμα,

μέχρι να συγκινήσω,

την άπονή σου την καρδιά

που βρήκα  ν’ αγαπήσω.

 

  1. Ώσπου μια νύχτ’ αξέχαστη

απ’ τα παράθυρά σου,

πήρα, τρελλός από χαρά,

το πρώτο μήνυμά σου:

 

  1. Βιολάτορα μου μερακλή,

έλα και θα τα πούμε

στο τάδε μέρος αύριο,

αν θες να γνωριστούμε.

 

  1. και ήρθα και με γνώρισες

και σ’ άρεσα και σένα!

και σφικταγκαλιαστήκαμε

και γίναμε το ένα.

 

  1. Όρκους πολλούς εκάναμε,

στην ίδια τη ζωή μας,

να μη χωρίσουμε ποτέ,

μέχρι να βγει η ψυχή μας.

 

  1. και όμως εχωρίσαμε

κάποια στιγμή, θυμήσου,

χωρίς αιτία κι αφορμή,

φταίγανε οι γονείς σου!

 

  1. Σε μάλωναν, γιατ’ ήσουνα

μόλις δεκαεφτάρα

κι ήμουν κι εγώ στα δεκαεννιά,

φτωχός, χωρίς δεκάρα!

 

  1. Πόνεσα και δεν ήθελα,

φως μου, να το πιστέψω,

πως σ’έχανα παντοτινά

κι έπρεπε να τ’ αντέξω

 

  1. Ήρθα και στο σοκάκι σου

για δυο στερνές καντάδες

και σου ‘πα γι’ αποχαιρετισμό

δύο μόνο μαντινάδες:

 

  1. Αφήνω σου καληνυχτιά,

μηλιά μου με τσι κλώνους,

πάω κι εγώ να κοιμηθώ

με βάσανα και πόνους.

 

  1. Με αναμνήσεις θα περνώ

την άτυχη ζωή μου,

ζήσε και συ αγάπη μου

με την ανάμνησή μου!

 

Σημ.: Το ποίημα  δεν αφορά συγκεκριμένα πρόσωπα. Παρουσιάζει τις αντιλήψεις και συμπεριφορές μιας περασμένης εποχής στο θιγόμενο θέμα.

 

*Ο  Μανώλης Ροδιτάκης είναι τ. εκπαιδευτικός και ειδικός πάρεδρος του Παιδαγ. Ινστιτούτου, πτυχιούχος Πολιτ. Επιστημών

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει